Η Κυρία με τις Καμέλιες και η Kate Moss: Όταν η ομορφιά απορρίπτει την υγεία
Γράφει η Μαριέτα Τζινιέρη
Το παράδοξο με την ομορφιά είναι ότι ενώ ο ορισμός της δεν υπήρξε ποτέ συνεπής στο πέρασμα του χρόνου, οι άνθρωποι ακόμα πιστεύουν ότι μπορούν να την ορίσουν πάγια. Αν ρωτήσουμε στον δρόμο: “Τι ορίζει σε όλους τους ανθρώπινους πολιτισμούς από πάντα την ομορφιά;”, μπορούμε λογικά να αναμένουμε απαντήσεις όπως: η νεότητα, η χαρωπή και ευγενική διάθεση, ίσως η κοινωνική θέση και ο πλούτος αλλά σίγουρα και η υγεία. Με μια όμως μικρή εξέταση στην ανθρώπινη ιστορία αποδεικνύεται ότι η υγεία δεν όριζε πάντα την ομορφιά, αλλά αντίθετα κάποιες φορές, η ασθένεια ήταν το πρότυπο της.
Το 1847 το κοσμικό Παρίσι συγκλονίστηκε από τον θάνατο της εικοσιτριάχρονης Marie Duplessis από φυματίωση, η οποία υπήρξε μία από τις πιο δημοφιλείς εταίρες του Παρισιού, θαυμαστή για την ευφυΐα, τον χαρακτήρα και την ομορφιά της. Η Duplessis, με τα μαύρα λαμπερά μαλλία , το άσπρο ροδαλό δέρμα , το μικρο πρόσωπο με τα μεγάλα μάτια και το ψηλό αδύνατό κορμί της, αποτελούσε το πρότυπο ομορφιάς της βικτωριανής εποχής. Μιας ομορφιάς που αποκρυσταλλώθηκε για πάντα από τον εραστή της Alexandre Dumas (υιός) στο έργο του “Η Κυρία με τις Καμέλιες” , το οποίο αργότερα μεταφέρθηκε στην σκηνή από τον Verdi ως Traviatta. Όπως και στο έργο, έτσι και στην αληθινή ζωή, ο Dumas μαρτυρά ότι συνάντησε την Duplessis πρώτη φορά στην παριζιάνικη Όπερα το 1844 όταν εκείνη βρισκόταν “στο απώγειο της πολυτέλειας και της ομορφιάς της”, την ίδια στιγμή δηλαδή που η ίδια νοσούσε ήδη επί ένα χρόνο απο φυματίωση και σιγά σιγά πέθαινε.

Η Marie Duplessis, πορτέτο του Éduard Viénot
Ακούγεται παράδοξο, αλλά ενώ η φυματίωση έσπερνε τον θάνατο στην Ευρώπη (στα μέσα του 1800), οι επιτώσεις της ασθένειας στα σώματα των νέων και πλουσίων γυναικών έφτασαν να εξιδανικεύονται από την κοινωνία και την τέχνη. Όσο οι ασθενείς αργοπέθαιναν, τα σωματά τους γίνονταν πιο αδύνατα, το δέρμα τους άσπριζε και γινόταν διαφανές, τα μάτια τους βαθούλωναν και μεγάλωναν, ενώ οι ξαφνικοί πυρετοί κοκκίνιζαν τα μάγουλα και τα χείλη και έκαναν τα μάτια και τα μαλλιά να λάμπουν. Η φυματίωση έμοιαζε να φέρνει τα θυματά της πιο κοντά στα ήδη επιβεβλημένα πρότυπα ομορφιάς, τόσο πολύ, που για ένα μεγάλο διάστημα η ιατρική θεωρούσε ότι οι νέες πλούσιες γυναίκες με αυτά τα χαρακτηριστικά εκ του φυσικού τους είχαν προδιάθεση και “μίασμα” στο να νοσήσουν. Η ασθένεια όμως δεν “επαύξανε” μόνο την ομορφιά των γυναικών αλλά και την ηθική τους. Η αρεστή θηλυκότητα στην βικτωριανή εποχή συνδεόταν με την ευαισθησία, την αδυναμία και την αθωότητα, ρομαντικά ιδεώδη που τα θύματα αναγκαστικά επιτελούσαν όσο πέθαιναν. Ενώ η στωικότητα και η υπομονή μπροστά σ’έναν αργό και βασανιστικό θάνατο καθαγίαζε τους ασθενείς και τους εξασφάλιζε μια θέση στον παράδεισο(“ο καλός θάνατος”). Στο βιβλίο της “Consuptive Chic, a History of Beauty, Fashion and Disease”, η Caroline Day αναγνωρίζει τις ενδυματολογικές και αισθητικές αλλαγές που προκλήθηκαν από την εξιδανίκευση της ασθένειας. Για παράδειμα, τα γυναικεία φορέματα έγιναν πιο στενά στην μέση και πιο πληθωρικά στους ώμους και στην φούστα για να μοιάζει το σώμα πιο αδύνατο και μικροσκοπικό ενώ το makeup της εποχής μιμούνταν τα συμπτώματα της νόσου χρησιμοποιώντας λευκή πούδρα και ένα απαλό κοκκινάδι στα χείλη και τα μάγουλα.
Μπορεί να μοιάζει παράλογο η ομορφιά να εμπνέεται από τον θάνατο, αλλά δεν ήταν η τελευταία φορά που η μόδα θα έπαιρνε σκοτεινή τροπή. Μόλις τριαντα χρόνια πριν, στις αρχές και εώς τα μέσα του ενενήντα, η βιομηχανία της μόδας υιοθέτησε το αμφιλεγόμενο heroin chic. Στις αρχές του ενενήντα, η πετραλαϊκή κρίση και οι επιπτώσεις των νεοφιλελεύθερων πολιτικών είχαν συνταράξει την κοινωνία, η οποία ξύπνησε ξαφνικά από την ευφορία και την χλιδή της προηγούμενης δεκαετίας του ογδόντα. Η μόδα έπρεπε και αυτή να αλλάξει. Οι εικόνες των γυμνασμένων, μαυρισμένων μοντέλων με τα αψεγάδιαστα μαλλιά, το πλατύ χαμόγελο και τα πολυτελή ρούχα δεν ανταποκρίνοταν πλέον στην κουλτούρα των νέων. Ένα κίνημα νέων φωτογράφων (όπως οι Davide Sorrenti και Corrine Day) επηρεασμένοι από την φωτογραφία του εθισμού στην δεκαετία του εβδομήντα (βλ. Nan Goldin, Guy Bourdoin) και την grunge κολτούρα στην μουσική, ήρθε στο προσκήνιο για να αποτυπώσει τη νέα πραγματικότητα. Και η νέα πραγματικότητα εναντιωνόταν στον υπερ-στυλιζαρισμένο οπτιμισμό του παλιού, ήταν πλέον γειωμένη, νιχιλιστική, ζοφερή αλλά και εθισμένη στις ουσίες. Το 1992 η Kate Moss, μόλις δεκαεφτά χρονών, πρωταγωνίστησε ημίγυμνη στην καμπάνια του Calvin Klein, προκαλώντας μύριες αντιδράσεις. Η Kate θεωρούνταν πολύ κοντή, αδύνατη, αδρόγυνη και νωχελική για να είναι μοντέλο, αλλά έγινε το κυρίαρχο πρότυπο ομορφιάς. Όσο το heroin chic επηρέαζε την μόδα, τα σώματα των μοντέλων ήταν αδύνατα, προεφηβικά, πόζαραν με μαύρους κύκλους και ατέλειες, ανακατεμμένα μαλλιά και μπλαζε ύφος μπροστά σε μίζερα, κλειστοφοβικά σκηνικά με πανάκριβα όμως ρούχα. Σε πολλές από τις φωτογραφίες υπονοούνταν τα απανωτά party, η κατάθλιψη, η χρήση ναρκωτικών αλλά και ο θάνατος.

Evening Standard 22 Μαϊού 1997
Τα media προκάλεσαν ¨ηθικό πανικό¨ μπροστά σε αυτήν την κυνική εξιδανίκευση και εμπορευματοποίηση του εθισμού και των διατροφικών διαταραχών, όπως την κατήγγειλαν. Άνθρωποι από την μόδα συχνά απαντούσαν ότι απλώς η καινούργια αισθητική αντικατοπτρίζε τις νέες κοπέλες της εποχής όπως ήταν, χωρίς περιτό makeup και styling, το οποίο και ίσχυε. Παράλληλα όμως, η βιομηχανία βρισκόταν σε άρνηση και έπρεπε να έρθει ο θάνατος του εικοσάχρονου φωτογράφου Davide Sorrenti από υπερβολική δόση το 1997 για να παραδεχτεί η βιομηχανία ότι πράγματι υπήρχε συστημικό πρόβλημα κατάχρησης ουσιών στους κόλπους της. Το heroin chic άρχισε σιγά σιγά να υποχωρεί από τα εξώφυλλα, έχασε την αγοραστική του δύναμη στις καμπάνιες μόδας, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι η πραγματικότητα πίσω από τον φακό εξυγιάνθηκε.

H Milla Jovovich φωτογραφημένη από τον Davide Sorrenti
Ζούμε σε “κοινωνίες υγείας”, οι οποίες επενδύουν και προωθούν την υγεία του σώματος και του πληθυσμού, ενώ παράλληλα βιώνουμε μια καταστρεπτική υγειονομική κρίση. Με τις σημερινές ευαισθησίες, η αισθητική εξιδανίκευση της ασθένειας και του θανάτου άλλων εποχών μας φαίνεται παράλογη και προβληματική. Όταν αυτή η εξιδανίκευση έρχεται στα πλαίσια της μόδας και της ομορφιάς , νοείται ώς ακόμα πιο προβληματική και εκμεταλλευτική γιατί η μόδα συνδέεται με την κυνική εμπορευματοποίηση και την ματαιοδοξία, ενώ όταν προβάλλεται σε άλλα πολιτισμικά μέσα όπως π.χ στην ταινία Trainspotting (1996) θεωρείται καλλιτεχνική έκφραση και κοινωνική κριτική. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε τι ελκύει αισθητικά τους ανθρώπους στην θλίψη και στην ασθένεια, γιατί μάλλον δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις για το θέμα. Άλλα όπως σημειώνει η Rebecca Arnold στο βιβλίο της “Fashion, Desire and Anxiety” όταν οι άνθρωποι χάνουν τον έλεγχο από τις ζωές τους πολλές φορές εσωτερικεύουν τον έλεγχο στο ίδιο τους το σώμα, αυτοκαταστρέφοντας το σαν ύστατη προσπάθεια ανυπακοής και περιφρόνησης και αναζητούν ή αντικατροπτρίζουν την κατάσταση αυτή στα αισθητικά τους μέσα. Όποτε ίσως, η εξιδανίκευση από τους ανθρώπους της ασθένειας, εν τέλει ένας συναισθηματικός τρόπος να την διαχειστούν.
Πληροφορίες από:
- Carolyn A. Day , Consumptive Chic, A History of Beauty, Fashion, and Disease, 2017
- Rebecca Arnold , Fashion, Desire and Anxiety, Image and Morality in the Twentieth Century , 2001
-
https://www.latimes.com/archives/la-xpm-1996-08-08-ls-32243-story.html
-
https://www.nytimes.com/1997/05/20/style/a-death-tarnishes-fashion-s-heroin-look.html
-
https://blog.sciencemuseum.org.uk/tuberculosis-a-fashionable-disease/
-
https://www.operadeparis.fr/en/magazine/la-dame-aux-camelias-from-real-life-to-legend