“Αμάντα”- Αγγελική Ζευγολάτη-Πατσάλα
Η λεπτή κλωστή, που χώριζε τη ζωή από τον εφιάλτη, είχε σπάσει Αμάντα. Τρέχαμε, σε ένα μεγάλο λιβάδι, και οι δύο μαζί ή ήμασταν ένα, δεν θυμάμαι.
Ώσπου ο σατανάς με χάιδεψε απαλά στο κεφάλι, και μου έδωσε ένα, δύο, είκοσι δύο μυτερά στάχυα και εγώ, κουλουριασμένος στην άβυσσο της απόγνωσης, κοιτούσα πόσο βαθειά μπορούσαν να φτάσουν στη φλέβα, στην ψυχή.
Εσύ ήδη πετούσες, μέσα σε ένα σύννεφο που έβρεχε με δάκρυα τη γη, και πώς ένιωθες κανείς ποτέ δεν θα μάθει, Αμάντα.
Ήθελα να φτάσω το αέρινο, διάφανο πέπλο σου. Ήθελα να δω τι χρώμα έχει το αίμα των γαλαζοαίματων όταν χύνεται στο πράσινο γρασίδι, και κυλά μέχρι να φτάσει τον ορίζοντα. Τίποτα το ιδιαίτερο. Ήταν κόκκινο και έγινε μωβ. . Τα κοριτσίστικα γέλια έσβησαν, και άρχισαν να χτυπούν καμπάνες και να κελαηδούν πουλιά, εκκωφαντικά, χτυπώντας με τα ράμφη και τα φτερά τους, αλύπητα, τη σχιζοφρένεια αυτού του κόσμου.
Μέσα στο εγκαταλελειμμένο σπίτάκι, στη νεκρή σπηλιά, θυμάσαι Αμάντα; Πρόλαβα και έκλεισα τα μάτια σου. Πόσο γαλήνια, λέει, κοιμόσουν πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βάζο με τα μαραμένα κυκλάμινα και πόσο παρ’όλα αυτά ήξερα πως είναι ψέμμα, ένας φριχτός εφιάλτης. Φώναξα:<< Δεν κερδίζονται οι μάχες με στάχυα>>.
Η φωνή μου με ξύπνησε. << Μόνο με αίμα που βράζει, σπαθί και κοντάρι καβαλάς το όνειρο>>, ψέλλισα,<< Αμάντα>>.
Αγγελική Ζευγολάτη-Πατσάλα