Τον τελευταίο καιρό έχει επικρατήσει και στην χώρα μας το σύστημα της ονοματοδοσίας, με τίτλους πιο προσφιλείς στο ευρύ κοινό (απ’ ότι θα ήταν οι γεωγραφικές συντεταγμένες), για ακραία καιρικά φαινόμενα, κυρίως όταν αυτά πρόκειται να χτυπήσουν έντονα και τα μητροπολιτικά κέντρα. Δε θα σχολιάσω κατά πόσο αυτό είναι πράγματι χρήσιμο ή όχι, θα πω όμως με σιγουριά πως είναι βούτυρο στο ψωμί για κάθε λάτρη της σημειολογίας. Αυτό γιατί, στην Ελλάδα τα ονόματα είναι παρμένα από ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, τα οποία έχουν τον δικό τους συμβολισμό, που δημιουργεί μία σειρά αλυσιδωτών σκέψεων και προσεγγίσεων. 

Πιάνοντας αυτό το νήμα λοιπόν, η κακοκαιρία που έχει χτυπήσει αυτές τις μέρες την χώρα μας, ονομάστηκε με το βαρυσήμαντο πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας “Μήδεια”, μέρος της ιστορίας της οποίας έχει φτάσει στα χέρια μας μέσω του έργου του Ευριπίδη.

Η Μήδεια έχει συνδεθεί συμβολικά με την εκδίκηση. Μία γυναίκα που έχει απατηθεί (και εξαπατηθεί) από τον Ιάσονα για τον οποίον θυσίασε την οικογένεια, τη ζωή και τον τίτλο της, αφήνοντας τον παράφορο έρωτά της να την καθοδηγήσει και εν τέλει να την συνεπάρει. Αντιλαμβανόμενη την απώλεια, ή μάλλον την ανέκαθεν ουσιαστική απουσία εκείνου, που επισφραγίζεται με την απιστία του Ιάσονα, αποφασίζει να εκδικηθεί, να σταθεί η ίδια τιμωρός, στο σταθερό μοτίβο αποκατάστασης του δικαίου που ακολουθούν τα πρόσωπα των  αρχαίων τραγωδιών.

Η ομώνυμη πλέον κακοκαιρία, έρχεται σε μία περίοδο που πράγματι σύγχρονες γυναίκες, γυναίκες που υπήρξαν σημεία αναφοράς για τη χώρα τους μέσα από τα κατορθώματά τους ή γυναίκες που είχαν αγαπηθεί μέσω της τέχνης τους, βγήκαν μπροστά να καταγγείλουν, και να εκδικηθούν για όλα όσα τους ανάγκασαν να θυσιάσουν, δίνοντας φωνή και πάτημα σε άλλες τόσες γυναίκες και άντρες να μπουν στο γαϊτανάκι δικαίωσης. Ως σύγχρονες Μήδειες λοιπόν, με την ίδια αποφασιστικότητα και την ανάλογη οργή έρχονται πιά να εκτελέσουν, ξέροντας πως έχουν την δύναμη να καταστρέψουν (επαγγελματικά τουλάχιστον), τον εκάστοτε Ιάσονα, ώστε να επέλθει μία νέα ισορροπία, μια ισορροπία που θα φτάνει έστω λίγο εγγύτερα στο δίκαιο, λίγο εγγύτερα στο ιδεατό.

Από την άλλη, η χιονισμένη Μήδεια ως καιρικό φαινόμενο, ήρθε στο καιρό του εγκλεισμού. Κι αντί για εκνευρισμό, traffic, γκρίνιες για αργοπορία στη δουλειά, άλλες γκρίνιες για βρεγμένα ρούχα, δημιουργεί με το λευκό της στρώμα χαρά και ελπίδα. Αμέτρητα χαμόγελα έχουν σχηματιστεί τις τελευταίες ώρες σε πρόσωπα που ήταν βουτηγμένα σε μία οθόνη και κάποια στιγμή σήκωσαν τα μάτια στο παράθυρο, και είδαν τις πρώτες νιφάδες. Αμέτρητοι άνθρωποι “έσπασαν” την απαγόρευση για να βγουν λίγο, αργά το βράδυ, στον στρωμένο πλέον δρόμο, βρίσκοντας ξανά μια παιδική όρεξη που είχε μπει σε αλυσίδες, μαζί με την ελευθερία μας. Αν είμαστε τα παιδιά της Μήδειας, ίσως τελικά να μην μας σκοτώνει, μα να βρίσκει ένα τέχνασμα να μας πάει στον Όλυμπο για να ζήσουμε κάπως καλύτερα.

Η Μήδειά μας, λοιπόν, τριγυρνάει τις πολιτείες, φορώντας τα λευκά της πέπλα, οργισμένη αλλά και εύσπλαχνη, εκτελέστρια αλλά και δίκαιη.

Κλείνοντας, για τη Μήδεια που ήρθε στα τελειώματα του χειμώνα, θέλω να παραθέσω τα λόγια του Γιώργου Χειμωνά, από την εισαγωγή της “Μήδειας” του Ευρυπίδη που εκείνος μετέφρασε με την μοναδική αριστοτεχνία του στην διαχείριση των αρχαίων τραγωδιών:

Η καταγωγή του έρωτα είναι βάρβαρη.

Αν δεν δούμε, έστω και φευγαλέα, σε κάποια στιγμή αυτής της τραγωδίας, το παραμορφωμένο ερωτικό πρόσωπο της Μήδειας, δεν θα την προλάβουμε πάνω στη βαρβαρότητα της ερωτικής της απογύμνωσης – από κάθε προσδοκία προς τον Ιάσονα, από όλες τις ερωτικές της μνήμες από αυτόν, αν ο χρόνος όπου μπορεί (και μονάχα σ’ αυτόν) να υπάρξει πραγματικά ο έρωτας είναι η μνήμη. Δεν θα την προλάβουμε:  Θα έχει γρήγορα αδυνατίσει στην γυναίκα που την ύβρισαν, στην βασίλισσα που την αφοπλίζουν, στον άνθρωπο, έστω, που δεν αμείφθηκε ο έρωτας του. Αλλά το δράμα της Μήδειας παίζεται, από την αρχή του μέχρι το τέλος του, με μία ακαμψία απόλυτα ερωτική, δηλαδή ισχυρά και ατέρμονα κλειστή· ατέρμονα : Η Μήδεια θα οδηγήσει την ερωτική ιστορία της προς ένα τέρμα, όχι για να την τελειώσει, αλλά για να την αποθεώσει (και να την εναποθέσει, να την ασφαλίσει) μέσα σε μία τρομακτική, βάρβαρη ένωση. Γιατί σκοπός του έρωτα είναι η οπωσδήποτε ένωση και η βαρβαρότητα του η οποιαδήποτε πράξη για να την κατορθώσει.

Δύο φορές βάρβαρη η Μήδεια – από καταγωγή και από έρωτα. Δεν είναι τυχαίο.

 

Η τραγωδία της Μήδειας, αυτό το πιο ερωτικό έργο που γράφτηκε ποτέ, είναι ένα κείμενο εφιαλτικά στεγνό: Σε καμιά λέξη της Μήδειας δεν ακούμε τον παραμικρό ερωτικό ήχο, η μόνη τρυφερότητα που υγραίνει τον ξερό της λόγο είναι όταν μιλάει για τα παιδιά της. Υπάρχει μονάχα θυμός ·τίποτε άλλο. Με απέραντο θυμό αλλά και με ψυχραιμία, απεργάζεται την καταστροφή του Ιάσονα: Θα σκοτώσει την νέα του γυναίκα και τον πατέρα της – αλλά θα σκοτώσει και τα παιδιά της, που είναι παιδιά του Ιάσωνα. Αυτή η δεύτερη απόφαση της είναι από την αρχή παρμένη, η Τροφός το έχει αμέσως καταλάβει, μας το έχει κιόλας πει πριν η Μήδεια μιλήσει για τα σχέδια της. Τι είναι όλη αυτή η ασυγκράτητη μανία της αφανισμού – τιμωρία, εκδίκηση, δικαιοσύνη; Πόνος και διευρυμένη αυτοκτονία, όπου ο αυτοκτόνος παρασύρει στον θάνατό του τους αγαπημένους; Και από που έρχεται – από τη ζήλια, τον ξεπεσμό και την ταπείνωση, Τον πανικό της εξορίας; Από τις άχρηστες θυσίες της, από την μάταια ερωτική της γενναιότητα; Όλα αυτά, ένα προς σένα, τα προφέρει είτε υπονοεί η Μήδεια μπροστά στον Χορό, μπροστά στον Ιάσονα, μπροστά σε μας. Και βέβαια είναι όλα αυτά – και προπαντός το οριστικό και άδικο τέλος της. Όμως την αισθάνεσαι πίσω απ’ όλα αυτά να αποτραβιέται, να χάνεται – για να ξαναπαρουσιαστεί αβάστακτα ορατή με τον φόνο των παιδιών της. Τώρα απομακρύνεται όλο και βαθύτερα στο σκοτάδι που είναι ο έρωτας –πρέπει να έχει σκοτάδι ο έρωτας για να μη φαίνεται ότι ο Άλλος λείπει, πρέπει να έχει πολύ σκοτάδι ο βάρβαρος έρωτας της Μήδειας αφού ο Ιάσονας δεν ήταν ποτέ μαζί της: Δεν είναι τώρα και άρα δεν ήταν ποτέ. Αλλά εκείνη ήταν από πάντα εκεί, θα είναι εκεί ως το τέλος (αυτό το εκεί φτάνει και μέχρι τον συγκεκριμένο τόπο της ιστορίας: το δράμα ξεσπάει όταν ο Κρέοντας διώχνει την ίδια από την πόλη)·  δεν βγήκε ποτέ από το σκοτάδι της – Και η εσχάτη ερωτική πράξη της προς τον Ιάσονα είναι να τον αναγκάσει με την βία να συναντηθεί μαζί της μέσα από τον πόνο του για τα σκοτωμένα του παιδιά. Δεν φταίει αυτή δεν, δεν έχει άλλο τρόπο, γιατί κανένα άλλο συναίσθημα του δεν βρίσκει – δεν υπάρχει για να το χρησιμοποιήσει: Ο πόνος του για τα παιδιά, είναι το τελευταίο, το μοναδικό τέχνασμα της που θα τον υποτάξει στην πιο μαρτυρική, στην πιο αληθινή (γιατί δεν έμεινε καμιά άλλη αλήθεια από τον γάμο τους) ένωση Του μαζί της. Δεν την ενδιαφέρει. Ο Ιάσονας μπαίνει στο σκοτάδι.

Αυτή η ανάληψη, στο τέλος, της Μήδειας στον ουρανό, πάνω στο άρμα με τους φτερωτούς Δράκοντες, είναι μία φαντασμαγορία που αποφασίζει ξαφνικά ο ποιητής να της Χαρίσει . Σημαίνει τον ερωτικό της θρίαμβο.

Πηγή: Μήδεια, Ευρυπίδη, μτφ.Γιώργος Χειμωνάς, εκδόσεις Καστανιώτη, ISBN: 9600304556