Περίληψη της ιστορίας:

Η υπόθεσή του αναφέρεται στον γνωστό μύθο του Θησέα, όταν αυτός επισκέπτεται τη μινωική Κρήτη για να ελευθερώσει την πατρίδα του από την καταβολή του αιματηρού φόρου. Στο έργο όμως παρατηρούμε την ανατροπή των μυθολογικών δεδομένων. Πιο συγκεκριμένα, η Αριάδνη ομολογεί τον έρωτά της προς τον Θησέα, αυτός όμως αδιαφορεί γι’ αυτήν. Ο βασιλιάς Μίνωας εμφανίζεται συμφιλιωμένος με την ιδέα της καταστροφής, αντιμετωπίζει φιλικά τον Θησέα και του δίνει την ευχή του για ένα αίσιο αποτέλεσμα. Ακολουθεί η μονομαχία Θησέα-Μινώταυρου και η νίκη του Θησέα. Στη συνέχεια, ο Θησέας δίνει το σύνθημα της αναχώρησης και αποκρούει για άλλη μια φορά την Αριάδνη, που τον παρακαλάει να φύγει μαζί του. Ο Μίνωας εμφανίζεται και πάλι, χωρίς τα διακριτικά της βασιλικής του εξουσίας, ονομάζει τον Θησέα «βασιλόπουλο της Κρήτης» και του ζητά να πάρει μαζί του την Αριάδνη. Ο Θησέας αρνείται, και τότε η Αριάδνη παρακινεί τον πατέρα της να σκοτώσει τον Θησέα. Όταν ο Μίνωας καλεί τους φρουρούς, γκρεμίζεται η πόρτα του Λαβύρινθου και εμφανίζεται ο Μινώταυρος με τη μορφή Κούρου. Ο Μίνωας τον αναγνωρίζει ως τον Λυτρωτή που λυτρώθηκε από τη μορφή του Ταύρου, αποχαιρετά την κόρη του και πεθαίνει, ενώ ο Θησέας φεύγει μαζί με τον Κούρο.

 

Μια οπτική του συντάκτη:

Το έργο του Καζαντζάκη είναι αλληγορικό, αφού ο Μινώταυρος αντικατοπτρίζει τα δύο άκρα της ανθρώπινης συνθήκης· από τη μια τα ένστικτα του ανθρώπου και τη ροπή του προς την ύλη και από την άλλη την καλλιέργεια της πνευματικής του υπόστασης. Στο τέλος του έργου ο Μινώταυρος, ο αλλοτριωμένος άνθρωπος με τη μορφή ζώου και ανθρώπου όπως απεικονίζεται, μετατρέπεται σε Κούρο. Ίσως, ο Καζαντζάκης να χρησιμοποιεί τον Μινώταυρο και τον Θησέα για να περιγράψει το ίδιο πρόσωπο και την υπέρβαση του ίδιου του του εαυτού, αφού πρώτα περάσει από τον λαβύρινθο των σκέψεων προκειμένου να γνωρίσει, να συμφιλιωθεί, να αγαπήσει τον εαυτό του και τελικά να τον λυτρώσει. Ο Θησέας λυτρώνει τον εαυτό του και τον Μινώταυρο ενώ το έργο του Μίνωα έχει πλέον τελειώσει. Στο τέλος του έργου ο Μίνωας λέει στον Θησέα «Πέρασες και τις τρεις πόρτες του μυστηρίου, το αίμα τα δάκρυα και τη σιωπή»· τις «πόρτες» , δηλαδή, που αν σκεφτούμε παρομοιάζονται με τα στάδια της ψυχοθεραπείας και της ψυχανάλυσης. Πόσο δύσκολο είναι άραγε να ανακαλύψουμε τον πραγματικό μας εαυτό μέσα σε αυτό το ταξίδι;

 

Παρακάτω θα βρείτε δύο αποσπάσματα από το έργο του Καζαντζάκη καθώς και το ραδιοφωνικό – θεατρικό έργο από το αρχείο της ΕΡΤ

 

ΑΠΌΣΠΑΣΜΑ

[…]

ΘΗΣΕΑΣ: Τί θες;

ΑΡΙΑΔΝΗ: Πάρε με!

(Μεμιάς, όλο παράπονο και πίκρα, ακούγεται, από τα βάθη της γης, ο στεναγμός του Μινώταυρου. Ο Θησέας, αφουκράζεται ταραγμένος.)

ΘΗΣΕΑΣ: Η γης αναστέναξε!

 

ΑΡΙΑΔΝΗ: Δεν ήταν η γης, μην κοιτάς τη γης, αναμέρισε από την πόρτα του άδη· εγώ σου μίλησα, αλίμονο! εγώ αναστέναξα… Πάρε με!

Τί με κοιτάς αλαφιασμένος; δεν ξέρω πώς παραδίνουνται οι γυναίκες στον άντρα. Αρχίζουν να κελαηδούν σαν τα πουλιά, ή χιμούν απάνω του σαν τα θηλυκά τσακάλια και τον παλεύουν; Γιά μπας και τον σκοτώνουν και τον τρων, σαν τις αράχνες;

Καυκήθηκα πως όλα τα ξέρω· αλίμονο, τίποτα δεν ξέρω — δεν ξέρω πώς παραδίνουνται οι γυναίκες στον άντρα.

(Ακούγεται πάλι, όλο παράπονο, οι στεναγμός του Μινώταυρου. Ο Θησέας τινάζεται ανήσυχος δεξά ζερβά, ολούθε, σκυμμένος στη γης, να βρει πού το μούγκρισμα.)

Μην τρομάζεις, ξανθομάλλη· είναι ο θεός μας που μουγκρίζει…

Άκουσε το φοβερό λόγο που ξεστόμισα, όλα τ’ ακούει, και τον πήρε το παράπονο.

(Κολνάει το στόμα στην πόρτα.)

Αδελφέ μου, δε θα σε προδώσω, μη μου παραπονιέσαι· για σένα μοχτώ απάνω στη γης, για σένα, καλέ μου, να μη σκοτώσεις, να μη σκοτωθείς·

Ανάμεσα σε δυο σπαθιά πηγαινόρχεται η ψυχή μου και χτυπιέται.

(Ζυγώνει το Θησέα· η φωνή της είναι γλυκιά πολύ, όλο λαχτάρα.)

Πάρε με! Πρώτη φορά απόψε, το λέω και δεν ντρέπουμαι, πρώτη φορά, ως σε αντίκρισα, ένιωσα την καρδιά μου να μουκανιέται σαν απήδηχτη δαμάλα

Που αγνάντεψε ταύρο!

 

ΘΗΣΕΑΣ: Ποιός σ’ έπεψε;

 

ΑΡΙΑΔΝΗ: Μη με ρωτάς ποιός μ’ έπεψε· έλα να φύγουμε. Ζυγιάζουνται από πάνω μας τα μεσάνυχτα, όλοι κοιμούνται, ψυχή δε θα μας δει. Εμένα μονάχα αγαπάει ο κύρης μου, κι άμα μάθει πως είμαι πλάι σου, στο τιμόνι,

Δε θα μας κυνηγήσει!

Κι ύστερα, με τον καιρό, σαν πιάσει τον πρώτον εγγονό, θα φιλιώσει μαζί μας, καλέ μου, και θα σου παραδώσει άμαχα, ειρηνικά, με αλάκερη την πολυκάραβη θάλασσα,

Την Κρήτη.

 

ΘΗΣΕΑΣ: Τί καινούρια παγίδα είναι ετούτη, πώς άλλαξε η φωνή σου, πώς χαμήλωσαν τα φρύδια σου, πώς μιλάς σα γυναίκα!

Ανοίγεις την αγκάλη να με κρατήσεις, να μη με αφήσεις να κατέβω στη γης και να παλέψω. Δε με γελάς· μοχτάς, με λόγια πλανερά, να γλιτώσεις τον ταυροκέφαλο θεό σου!

ΑΡΙΑΔΝΗ: Δε σε φτάνουν τ’ ανθρώπινα κοπάδια να καρφώνεις το σπαθί σου, να χαίρεσαι τη δύναμή σου, αμούστακε αθλητή;

Τί θες να παλεύεις με τους θεούς; Άσε τους θεούς να μουγκρίζουν, κι έλα να φύγουμε! Έλα, κατέχω ένα κρυφό μονοπάτι να πιάσουμε γρήγορα το λιμάνι, να πηδήξουμε στο καράβι — ν’ ανοίξουμε τα μαύρα πανιά…

ΘΗΣΕΑΣ (με τρόμο): Τα μαύρα πανιά;!

ΑΡΙΑΔΝΗ: Τί κοκκίνισες, ανέσπλαχνε μοναχογιέ; ναι, ναι, το ξέρω και το πιο βαθιά πίσω από το μυαλό σου καταχωμένο ετούτο ανόσιο μυστικό — ν’ ανοίξουμε μαύρα πανιά,

Να τα δει ο γερο-πατέρας σου, να πέσει στη θάλασσα να πνιγεί — και ν’ ανέβουμε εμείς, οι νέοι, στο θρόνο. Έχουμε μεγάλα έργα να τελέψουμε, δεν μπορούμε να περιμένουμε, σήκωσε τα μαύρα πανιά, Καπετάνιο,

Βιάζεται ο καινούριος θεός!

ΘΗΣΕΑΣ: Απάνθρωπος, αιμοβόρος δαίμονας μιλάει με το στόμα σου! Ιέρεια της Νύχτας, βαθιά η ματιά σου οργώνει το στήθος μου· τα λόγια σου,

Σπόροι φαρμακεροί μέσα στ’ αυλάκια του μυαλού μου!

(Σιγή.)

Μαύρα πανιά;!

 

 

[…]

 

ΘΗΣΕΑΣ: Δε μου αρέσει να παίρνω ειρηνικά ό,τι μπορώ να πάρω με τη φωτιά και με το μαχαίρι. Φεύγω να φέρω τα σύνεργα. Έχε γεια, παλιά ακριβή μου συντρόφισσα Αριάδνη· καλήν αντάμωση, παμπάλαιε βασιλιά!

(Η Αριάδνη σέρνει φωνή.)

 

ΜΙΝΩΑΣ: Αριάδνη, μην ξεχνάς πως είσαι θυγατέρα μου· πάμε ν’ ανεβούμε στον πιο αψηλό πύργο να δούμε το καράβι του να φεύγει.

Να βλέπεις με ατάραχο μάτι τη Μοίρα που χιμάει με φωτιές και τσεκούρια να σε τρομάξει, να τη βλέπεις και να χαμογελάς, αυτή ’ναι η πιο αψηλή κορυφή, όπου μπορεί να φτάσει η δύναμη του ανθρώπου. Έλα να την ανεβούμε μαζί — κι από κει ψηλά

Να δούμε το καράβι του να φεύγει.

 

ΑΡΙΑΔΝΗ: Πού ’ναι οι ορμήνειες που μου ’δινες, όταν με δασκάλευες να κυβερνώ τον κόσμο; «Θυγατέρα» μού ορμήνευες, «ν’ αντιστέκεσαι στο θάνατο, σαν να ’σαι αθάνατη! Να λες: “Αυτό θέλω!” χωρίς να ρωτάς αν το θέλει ή δεν το θέλει η Μοίρα!»

Αυτό θέλω τη στιγμή ετούτη, πατέρα, κι ας μην το θέλει η Μοίρα! Πατέρα, σκότωσέ τον! είμαστε ακόμα βασιλιάδες, σκότωσέ τον! Αυτός θα κάψει τα καράβια μας, αυτός θα γκρεμίσει τα παλάτια μας, θα περάσει από το μαχαίρι το λαό μας, δεν το νιώθεις;

Πάει να μας φέρει, δεν τον άκουσες; τα σύνεργά του· φωτιά και μαχαίρι — σκότωσέ τον!

Δε βλέπεις τα μάτια του; δε βλέπεις τα μαλλιά του; Δεν είναι μαλλιά, είναι φλόγες! Μύρισέ τον· μυρίζει θειάφι! Είναι ακόμα καιρός, βρίσκεται ακόμα στα χέρια μας, σκότωσέ τον!

Γύρα τρογύρα παραμονεύουν οι φρουροί μας, λαχταρούν να τους γνέψεις. Σήκωσε το ιερό βούκινο, κράξε τους! Στη στερνή τούτην ώρα, ας μην ντροπιαστούμε, πατέρα· ας αντισταθούμε στη Μοίρα — σκότωσέ τον!

(Ο Μίνωας κοιτάζει την Αριάδνη αμίλητος· φουχτώνει το βούκινο, μα διστάζει.)

 

ΜΙΝΩΑΣ: Δε φοβάσαι; Αγαπώ πολύ τη θυγατέρα μου, ποτέ δεν της χάλασα χατίρι, φεύγα! Τώρα θα ξυπνήσει ο λαός, χάθηκες — και δε θέλω· κληρονόμο άλλο δεν έχω!

Έχεις ακόμα καιρό, τρέχα γρήγορα στο λιμάνι.

ΘΗΣΕΑΣ: Δε φεύγω τρέχοντας σαν κλέφτης· έχω εμπιστοσύνη στο θεό μου. Περιμένω να μου γνέψει. Και τότε θα κατεβώ με ήσυχο, αρχοντικό περπάτημα να βρω το καράβι μου.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Πατέρα, σκότωσέ τον· άλλη χάρη δε σου ζητώ, σκότωσέ τον! Ας παλέψουμε με τη Μοίρα· ας μας νικήσει αυτή, όχι ετούτος!

Σήκωσε το ιερό βούκινο!

ΜΙΝΩΑΣ: Σωτηρία δεν υπάρχει, θυγατέρα, μα σε λυπάμαι· ας παλέψουμε το λοιπόν! Ας επιχειρήσουμε να βαστάξει ακόμα λίγο το παιχνιδάκι μας — το βασίλειο της Κρήτης. Ας τα βάλουμε με τη Μοίρα!

(Ο Μίνωας βαράει το βούκινο, να καλέσει τις βάρδιες· μα ολομεμιάς, ως αντιλάλησε το βούκινο, γκρεμίζεται βροντώντας η πόρτα του Λαβύρινθου. Παρουσιάζεται στο σκοτεινό κατώφλι ο λυτρωμένος Μινώταυρος — ο Κούρος.)

 

ΑΡΙΑΔΝΗ: Πατέρα, βοήθεια! Κεραυνός έπεσε και γκρεμίστηκε η πόρτα του Λαβύρινθου!

ΜΙΝΩΑΣ: Μην ταράζεις με φωνές την άγια ετούτη στιγμή, θυγατέρα· άνοιξε τα εφήμερα μάτια, κοίτα το αθάνατο.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Θάμπωσαν στα μάτια μου από το πολύ φως, πατέρα. Ποιός είναι ο αρχέφηβος ετούτος που ορθώθηκε στη σκοτεινή μπασιά του Λαβύρινθου; Ακίνητος, ολόφωτος, ολόγυμνος, ίδιος απαράλλαχτος ο Θησέας· μα πιο αψηλός, πιο γαληνός, πιο ωραίος.

Πατέρα, ποιός είναι; τον γνωρίζεις;

 

ΜΙΝΩΑΣ: Τον γνωρίζω

ΑΡΙΑΔΝΗ: Ποιός;

ΜΙΝΩΑΣ: Ο Λυτρωτής· σώπα!

ΑΡΙΑΔΝΗ: Και τί κρατάει στο χέρι; Δε διακρίνω.

ΜΙΝΩΑΣ: Κρατάει την προσοψίδα του ταύρου. Λυτρώθηκε· λυτρώθηκε τώρα, από τα πόδια ώς την κορφή, αλάκερος.

ΘΗΣΕΑΣ: Σύντροφε, καλώς όρισες!

ΑΡΙΑΔΝΗ: Χαθήκαμε, πατέρα· απλώνει το δεξό μπράτσο, σα να κάνει κατοχή στον κόσμο!

ΜΙΝΩΑΣ: Κάνει κατοχή στον κόσμο, θυγατέρα.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Ω, πέταξε χάμω με καταφρόνια την προσοψίδα του ταύρου!

ΜΙΝΩΑΣ: Λυτρώθηκε, αλάφρωσε· τώρα θα περπατήσει στο φως. Αναμερίζω να περάσει.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Στράφηκε και μας είδε· χαμογέλασε! Ανοίγει τα πόδια του, έρχεται!

ΜΙΝΩΑΣ: Πέσε, προσκύνησέ τον, θυγατέρα!

ΑΡΙΑΔΝΗ: Και συ, πατέρα;

ΜΙΝΩΑΣ: Αριάδνη αγαπημένη, έχε γεια· τέλεψε εμένα το χρέος μου, καταβαίνω στον Άδη.

ΘΗΣΕΑΣ(Σηκώνει το χέρι, γνέφει στον Κούρο.): Σύντροφε, πάμε!

 

ΠΗΓΕΣ:

Περίληψη: Πυξίς – Ψηφιακή Αρχειοθήκη

Αποσπάσματα: Ψηφίδες για την ελληνική γλώσσα