«Άλλοτε ο παραμικρός θόρυβος με τίναζε απάνω. Τώρα δεν ακούω τίποτα. Με το ταβόρ βέβαια δεν ξεχνάς, απλώς πέφτεις σε έναν κάπως μονοκόμματο ύπνο. Σα να σου παραμερίζει προσωρινά τη μνήμη. Αλλά η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη        είναι.  ̶  »

(Από τη νουβέλα Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο)

Η νουβέλα Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο (1985) του Θανάση Βαλτινού πραγματεύεται σε κάτι λιγότερο από εκατό σελίδες τη βαθιά θλίψη και απόγνωση μιας γυναίκας που σε προχωρημένη ηλικία ακόμη αναζητά το νόημα της ζωής. Θέτοντας το παρελθόν της στο μικροσκόπιο και αφορμώμενη από τα λιγότερο ή περισσότερο πρόσφατα γεγονότα της ζωής της αναρωτιέται πώς έφτασε στο σημείο που τώρα βρίσκεται και τι θα μπορούσε να είχε πάει διαφορετικά.

 

 

Η σιωπηρή κραυγή αγωνίας, που συνεχώς κλιμακώνεται μέσα από την αναδρομική μονολογική της αφήγηση, δεν αφήνει περιθώρια για εικασίες. Τα περασμένα παρουσιάζονται εν εγρηγόρσει και ίσως όχι απόλυτα αντικειμενικά, μιας και σε πολλές περιπτώσεις ο ταραγμένος και ασταθής ψυχισμός της ηρωίδας προσιδιάζει σ’ ένα θρυμματισμένο υποκείμενο, που δυσκολευόμαστε πολλές φορές να πιστέψουμε.

Η ανώνυμη γυναίκα, της οποίας το όνομα θα μάθουμε λίγο πριν το τέλος του βιβλίου, απευθύνεται διαρκώς σε κάποιον σε β’ πρόσωπο, η φωνή του οποίου δεν «ακούγεται» ποτέ, γεγονός που εντείνει ακόμη περισσότερο την απόγνωση της γυναικείας εξομολόγησης. Άλλωστε, δε μας ενδιαφέρει και τόσο η ανταπόκριση του ακροατή της. Μάλλον πως θα διέκοπτε την παραληρηματική δύναμη του ταραγμένου μονολόγου, αναστέλλοντας, έστω και προσωρινά, όλη την απελπισία που εκείνος τόσο δυναμικά μεταφέρει.

 

 

Το ύφος της οικείο και αναγνωρίσιμο, ο λόγος της κοφτός και ασθματικός. Αναπολώντας τα περασμένα, τα οποία δίνονται με τρόπο ελλειπτικό και αποσπασματικό, αναδεικνύεται όλο και περισσότερο μες στο έργο η αποτυχία να ανασυντεθεί το παρελθόν με τρόπο γραμμικό και αξιόπιστο. Όποια κι αν είναι η συνειδησιακή ροή που παρασύρει το λόγο της, το συμπέρασμα είναι ένα και η ηρωίδα το αναφέρει ρητά: «Λάθος άνθρωποι, λάθος λέξεις  ̶  και όλα αυτά τα συνειδητοποίησα σε μια ηλικία λάθος επίσης.»

Όσο κι αν η Μαρί προσπαθεί να δώσει ένα λόγο ακριβή και αξιόπιστο, οι κατακερματισμένες εικόνες και τα πρόσωπα του παρελθόντος διαπερνούν το χαρτί με τρόπο αμφίσημο, κάνοντάς μας να αμφιβάλλουμε για την πιστότητα των λεγομένων της αφηγήτριας. Δεν μπορούμε, ωστόσο, να κατηγορήσουμε την ίδια για τις λεκτικές παλινδρομήσεις και τις ασάφειες που διαρκώς επανέρχονται στην εξιστόρησή της.  Εκείνη κάνει ό,τι περνά από το χέρι της για να θυμηθεί. Η αφήγηση της δε χαρακτηρίζεται από κάποια χρονική και αιτιώδη αλληλουχία, δεν ακολουθεί κάποιον ειρμό. Πλοκή δεν υπάρχει. Μονάχα στιγμιότυπα. Αναμνήσεις καρφωμένες στο μυαλό της με τρόπο που να μην τις ξεχνά, ούτε όμως και να τις θυμάται απόλυτα.

Αγωνιά στην προσπάθειά της να θυμηθεί με κάθε λεπτομέρεια στιγμές περασμένων καιρών. Επιχειρεί μανιωδώς να σημασιοδοτήσει το παρελθόν της. Ψάχνει να βρει ευτυχισμένες στιγμές. Να βρει άλλοθι στο ασφυκτικό αίσθημα του ανικανοποίητου. Όμως η λύτρωση δεν έρχεται ποτέ. Το έργο κόβεται στη μέση, απ’ όπου και ξεκίνησε. Δε μας ενδιαφέρει το πριν, δεν αναζητάμε το μετά. Ένα είναι σίγουρο. Η μνήμη της την απατά και οι απαντήσεις στα  κομβικά ερωτήματα που την ταλανίζουν, εκείνα της ταυτότητας και της ύπαρξης, δε δίνονται ποτέ. Πάντοτε, όμως, κάτι βρίσκεται εκεί να της θυμίζει τα περασμένα, γιατί «η μνήμη δεν παραμερίζεται. Η μνήμη είναι.»