Δύο ποίηματα της Αγνής Μπαγκέρη με γεύση θαλασσινής αλμύρας
Καταστρώματα
Έχω γεμίσει
από την απουσία σου
ασφυκτιώ
δεν βρίσκω οξυγόνο πάνω σε κατάστρωμα πλοίου
που ετοιμάζεται να δέσει στο λιμάνι
δεν θέλω να κατέβω
-κάνει τόση ψύχρα δίπλα στη θάλασσα αυτήν την ώρα που τα πλοία φτάνουν-
και το κατάστρωμα είναι σχεδόν άδειο
παγωμένες ανάσες κρέμονται στα κάγκελα
σαν φουγάρα φυσάνε τον καπνό από τα τσιγάρα
είναι όμως ένα κατάστρωμα άδειο
γιατί δεν είσαι πουθενά
και αδυνατώ να πάρω ανάσα
χωρίς το οξυγόνο που φυλάς στα πνευμόνια σου
-για μένα πιστεύω το κρατάς.
Είναι μοναχικά μέρη τα πλοία
σαν ψηλοτάβανες αρχοντικές κατοικίες γερόντων
γεμάτες
από την απουσία μιας ύπαρξης.
Θάλασσα
Μου αφήνεις το χέρι
το χαλικάκι σου έκαψε την πλάτη λες
το μέτωπο και η μύτη σου μοιάζουν φιλημένα
ο ιδρώτας ακολουθεί διακλαδισμένες διαδρομές
ώσπου να βρέξει τα χείλη σου
-με αποσπούν, γι’ αυτό, από τα λόγια
κι από τη μονοτονία των κυμάτων –
το δέρμα σου ζητάει την αλμύρα.
Τώρα το νερό χαϊδεύει τα ακροδάχτυλά σου
καλύπτει με δόλο τους αστραγάλους σου
ώσπου φτάνει στα γόνατα
εξαγνίζεσαι˙
αναμνήσεις σκαρφαλώνουν
γίνονται εικόνες μπροστά στα μάτια σου
κολυμπάνε και τσαλαβουτούν
καλώντας σε να τις ζήσεις ξανά
διορθώνοντας τα λάθη
γεμίζοντας τις σιωπές
πρόσωπα με πολύχρωμα μαγιό
και πολύχρωμες καρδιές
ψυχές βαθιές
δίχως πάτο
χαμόγελα λευκά
αφρός που σκάει στα βράχια
μάτια κρυστάλλινα
που είχες λησμονήσει για καιρό.
Αλλαγμένος
αλλιώτικος
ξαπλώνεις ξανά κοντά μου.