Περί της υπόθεσης Λιγνάδη.

  Το κακό σπάνια έρχεται με κέρατα, με μαύρα δόντια και κόκκινο δέρμα. Σπάνια έρχεται από το πουθενά, από το κακό άγνωστο που θέλει να σε βλάψει. Τις περισσότερες φορές η μορφή του είναι οικεία, καλοπροαίρετη, χαμογελαστή και τα δόντια του ολόασπρα. Άλλες φορές βρίσκεται στο σπίτι σου, άλλες στο σχολείο και άλλες στον αθλητισμό ή στο θέατρο ή σε εκείνα τα μαθήματα ζωγραφικής που έκανες στα 10 σου.  Μερικές φορές είναι μια αγκαλιά, ένα άγγιγμα που ποτέ δεν θέλησες, μια κουβέντα που ειπώθηκε στραβά, μία κίνηση που έπεισες τον εαυτό σου ότι παρεξήγησες. Άλλες φορές είναι ένας βιασμός και μία πράξη βίας. Για να το πούμε με το όνομά του είναι παιδική κακοποίηση και είναι ένα θέμα που έσκασε σαν βόμβα στην ελληνική κοινωνία της τελευταίες μέρες με την υπόθεση Λιγνάδη 

  Και έσκασε σαν βόμβα όχι γιατί κανείς δεν το περίμενε ή δεν το ήξερε, αλλά γιατί η κοινωνία προτιμά να κλείνει τα μάτια και να γυρνά από την άλλη σε θέματα τέτοιας ευαισθησίας. Γιατί η κοινωνία δεν μπορεί να αντικρίσει την ίδια της την αρρώστια, την ίδια της την διαστροφή. Γιατί όπως και με το κίνημα του #metoo για την σεξουαλική κακοποίηση, υπάρχουν εκείνοι που θα βγουν να κατηγορήσουν τα θύματα, αλαφρώνοντας τους θύτες από τις ευθύνες για τις αποτρόπαιες πράξεις τους. Γιατί θα βγουν και θα πουν “γιατί τώρα;”, “ναι αλλά τι φορούσε;”, “πήγαινε γυρεύοντας”. Και το χειρότερο από όλα “γονείς δεν είχε;” ξεχνώντας ότι μιλάμε για παιδιά. Ανήλικα παιδιά.  

  Παιδιά που κοιτούν τώρα πίσω και βλέπουν τα παιδικά τους χρόνια σαν ένα κακό όνειρο. Παιδιά που ποτέ κανείς δεν τα ρώτησε αν υπέφεραν, αν πόνεσαν. Παιδιά που έμαθαν να μισούν τον εαυτό τους γιατί κανείς δεν τα έμαθε να τον αγαπάνε. Παιδιά που έφτιαξαν μόνα τους τις δικές τους φτερούγες και τύλιξαν τον εαυτό τους για να τον προστατεύσουν από το τραύμα, από τον πόνο. Παιδιά που κρύβουν με κάθε τρόπο τα όσα έζησαν. Παιδιά που πρέπει να ξυπνούν κάθε μέρα και να θυμίζουν στον εαυτό τους ότι αξίζουν. Και όμως εκείνοι που τα πληγώνουν κοιμούνται ήσυχοι τα βράδια. Κυρίως γιατί υπάρχουν εκείνοι που θα ρωτήσουν “γονείς δεν είχε;” και μετά θα σωπάσουν. 

  Και όμως για όλα φταίνε οι βιαστές και οι κακοποιητές. Οι άνθρωποι που θεωρούν δικαίωμά τους να περνούν τα σωματικά και ψυχικά όρια του άλλου και να του αφαιρούν ότι πιο πολύτιμο έχει: την δυνατότητα αυτοδιάθεσής του. Για όλα φταίνε οι βιαστές. Και ποτέ τα θύματα. Και αυτοί είναι που πρέπει να χάνουν τον ύπνο τους και να φοβούνται την τιμωρία. Κι όσο για εκείνους τους γονείς, το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να ακούν, να ενημερώνουν, να δείχνουν στα παιδιά τους τον κίνδυνο. Και μετά να τα πιστεύουν, να τα αγκαλιάζουν και να τα βοηθούν. Το ίδιο οφείλει να κάνει και η κοινωνία. Χωρίς τα περιττά σχόλια.  

Κάντε ησυχία όταν τα παιδιά κοιμούνται, όχι όταν σκοτώνουν το μέσα τους.  

Δέσποινα Γεώργα.