Ένα θρόισμα ακούγεται από τα κλαδιά, κάτι ξερά χρυσαφένια φύλλα στον αέρα. Τρέχω να σας πιάσω! Τρέχω να προλάβω! Τόσο μικρή η απόσταση ανάμεσα σε εσάς και τα δυο μου χέρια! Αυτά τα χέρια… κανείς δεν τα παρατηρεί, κανείς δεν τα προσέχει. Τα μάτια περνούν από πάνω τους φευγαλέα. Φορτωμένα μια τσάντα μαθητική, δερμάτινη και αυστηρή, μια βαλίτσα, ένα φλασάκι με φωτογραφίες μιας νέας πόλης. Κρυμμένα μέσα στις λιωμένες τσέπες του αγαπημένου σου τζιν ή στα μωβ βελούδινα γαντάκια που επιτέλους κατάφερες να δανειστείς από τη μητέρα σου. Επιμελώς ξεχασμένα στη ζεστή χούφτα κάποιου άλλου, με χέρια μεγαλύτερα, πλασμένα να δεχτούν τα δικά σου. Πόσο αέρινα και πόσο τραχιά συγχρόνως. Μια ολόκληρη ζωή είναι ακουμπισμένη στις παλάμες τους. Χρόνια που χάραξαν πάνω τους όσα ποτέ δεν εκφράστηκαν, όσα η καρδιά διψούσε να πει, μα το στόμα δείλιαζε να φανερώσει. Δύο κινούμενοι φορείς αναμνήσεων, συλλεκτικών στιγμών τα δυο μου χέρια. Απόδειξη και τεκμήριο πιστευτό μιας γλυκόπικρης ζωής, με τις γεύσεις να εναλλάσσονται την κάθε ώρα, το κάθε λεπτό. Μα πώς αφαιρέθηκα έτσι; Τα φύλλα πετάνε μπροστά μου, θα τα χάσω! Πώς ξεφεύγετε! Με προσπερνάτε. Χάνεστε, πετώντας αδιάφορα, απροσδιόριστα στον χρόνο, με προορισμό που γράφεται εκείνη ακριβώς τη στιγμή: συγχρονία πράξης και ιστορίας. Άγνωστη κατάληξη. Είναι όμως πράγματι έτσι; Αφήνω για λίγο αυτό το άνισο κυνηγητό και κατευθύνομαι προς ένα παγκάκι.
Πάει μισή ώρα τώρα σε αυτό το παγκάκι καθισμένη, στο πάρκο το συνοικιακό, ένα τετράγωνο πιο κάτω από την γκαρσονιέρα μου. Τα πρωινά της Κυριακής, με τη συνοδεία μιας γκρίζας αύρας, με οδηγούν τον τελευταίο καιρό εδώ, σε αυτό το ξύλινο, ξυλιασμένο παγκάκι με τα περίτεχνα σκαλιστά του πόδια -εποχής αλαργινής- που φυλάσσει πια λίγη από τη μυρωδιά μου. Τα πρωινά της Κυριακής, που ξεκινούν με μια τέλεια προσμονή, με μια αγωνία για την έκβαση της ημέρας και που καταλήγουν, άδοξα, με εμάς κάτω από τα παπλώματα να πιστεύουμε πως κάτι υπάρχει ακόμα, πως δεν έχει τελειώσει τίποτα. Είναι αυτά τα πρωινά της Κυριακής, που θέλεις να αφιερώσεις λίγο χρόνο σε εσένα, όχι να παρακολουθήσεις τα μαθήματα χορού σου, να κάνεις γιόγκα ή να ανανεωθείς πηγαίνοντας για ψώνια, και αυτό το παγκάκι στο συνοικιακό πάρκο μοιάζει να είναι μια τόσο εύκολη απόφαση.
Χρόνος δεν υπάρχει. Όλα μοιάζουν σταματημένα σε αυτό εδώ το πάρκο. Τα παιδιά, με οριακά ενοχλητική ζωντάνια, τρέχουν και παίζουν μεταξύ τους. Παρ’όλα αυτά, είναι ακίνητα. Αγάλματα, ανθεκτικά στο πέρασμα του χρόνου. Ίσως να μην έχουν αντιληφθεί ακόμα την ίδια του την ύπαρξη. Ίσως για αυτά, ο χρόνος να είναι παντελώς αδιάφορος, όπως ακριβώς ένας άγνωστος, μια σκιά που περνάει από δίπλα σου ενώ ψωνίζεις στο μανάβικο. Ίσως πάλι, να είναι σύμμαχός τους. Σταθερότητα που σε τρομάζει. Που τρομάζει εμένα. Τρία τέσσερα δέντρα, κάθε Κυριακή στο ίδιο σημείο, απαράλλαχτα, ανέγγιχτα από αυτόν, σαν να μην βρίσκονται στο πεδίο επιρροής του. Τα φύλλα, άλλοτε πιο έντονο πράσινο, άλλοτε καστανοκίτρινα και μαραμένα. Μα τα δέντρα…
Άξαφνα η τσάντα μου ανοίγει και το βιβλίο που κρατάω μαζί μου πέφτει κάτω, κάνοντας έναν κρότο ανεξήγητα δυνατό. Φτάνει στα αυτιά μου σχεδόν υποβρύχιος. Η λίμνη σκέψεων όπου είχα βυθιστεί εξαφανίζεται μονομιάς, αναδύομαι. Το σηκώνω ευθύς αμέσως, το ξεσκονίζω λίγο. «Το υπόγειο» διαβάζω, τίτλος που κάνει το μυαλό μου να χαθεί στιγμιαία σε συνειρμούς σκονισμένων, όπως είναι τώρα και αυτό, υπογείων. Το ανοίγω και βρίσκω την τελευταία τσάκιση που έχω κάνει. Καθώς όμως ξεκινάω να διαβάζω, κάτι άλλο, που αδυνατώ να αγνοήσω, μου τραβάει την προσοχή. Οι λέξεις του συγγραφέα μπερδεύονται με τα λόγια δυο μεσήλικων ανδρών που είναι καθισμένοι στο διπλανό παγκάκι. Όσο κι αν θέλω να συνεχίσω την καθιερωμένη μου κυριακάτικη ανάγνωση και παρόλο που έχουν ρουφήξει ολοσχερώς οι σκοτεινοί διάδρομοι της ψυχής του αντιήρωά μου το ενδιαφέρον μου, αποφασίζω να το αφήσω για λίγο στην άκρη.
«Συγχωρέστε με για το θάρρος μου, κάτι με έσπρωξε να επέμβω!»
«Παρακαλώ, μιλήστε μας, ποια είστε;»
«Ξέρετε, κύριοι, οι λέξεις σας κατέφθασαν στα αυτιά μου σαν βόμβος μελισσών αγριεμένων, έτοιμων να μου ορμήσουν! Ό,τι είχα χτίσει μέχρι τώρα, μετά από διεργασίες, αποδοχές και κυρίως συμφιλίωση με την πραγματικότητα, το ακυρώσατε!»
Είχα ήδη οραματιστεί τον εαυτό μου να τους πλησιάζει ορμητικά. Το σώμα μου θα είχε πάρει, από την ταχύτητα των σίγουρων βημάτων μου, μια κλίση προς τα μπροστά, ενώ οι αγκώνες μου, λυγισμένοι, θα έδιναν ώθηση. Μάτια καρφωμένα στα στόματά τους, να παρακολουθούν αδιάκριτα την κάθε μικρή κίνηση των ώριμων χειλιών τους, τις γκριμάτσες ή τους τυχόν μορφασμούς. Προσηλωμένη εκεί, να μη χαθεί ούτε συλλαβή! Θα έφτανα μπροστά τους και με μια στάση σχεδόν ηρωική, που θα οφειλόταν στο ότι κατόρθωσα να πάρω την πρωτοβουλία να σηκωθώ από το παγκάκι το δικό μου, αφήνοντάς το ελεύθερο σε τυχάρπαστους περαστικούς, θα τους παρέθετα τις ενστάσεις μου. Η αρχή της συζήτησης ήταν έτοιμη, στρωμένη. Έτσι θα τους απευθυνόμουν, το πιθανότερο να απαντούσαν με αυτόν τον τρόπο και εκείνοι. Άλλωστε , σε τέτοιες περιπτώσεις, σπάνια πέφτω έξω, όλοι όσοι με ξέρουν μπορούν να το επιβεβαιώσουν αυτό. Πάραυτα, κάποιος δύσπιστος, θα έλεγε πως ουδέποτε δεν θα γινόταν ένας τέτοιος διάλογος, και πως αυτά είναι
απλά φανταστικά, δικά μου κατασκευάσματα, με τόνους υπερβολής. Γνώριμες δηλώσεις…
Η κουβέντα των ανδρών συνεχίζεται. Όλη η διανοητική μου απόπειρα να βρω τον πιο εύστοχο τρόπο να ενταχθώ και εγώ, είχε, στην πραγματικότητα, αντίθετα αποτελέσματα από τα επιθυμητά. Όχι μόνο έχασα μέρος της συζήτησής τους, αλλά πρώτο και κυριότερο, φύτρωσε μέσα στο κεφάλι μου ένα δόλιο ζιζάνιο, ένα αγριόχορτο. Ποιος αγαπά τα αγριόχορτα; Αυτά που φυτρώνουν σε όμορφα καλλιεργημένα χωράφια, που ταράζουν την χρωματική ομοιομορφία ενός κήπου με γαρδένιες, που ξεπετάγονται άτεχνα στις άκρες των δρόμων, τσακισμένα από τις ρόδες των αμαξιών;

Χρόνια έχω να μιλήσω με την αδερφή μου. Πέντε; Έξι; Μήπως να είναι παραπάνω; Έχω πάψει να μετράω. Νομίζω δεν με απασχολεί. Νόμιζα δηλαδή. Όμως στη θέση των δυο αυτών ανδρών, σε αυτό το παρκάκι το συνοικιακό, θα μπορούσαμε να ήμαστε εμείς. Αυτή και εγώ. Θα καθόμουν εγώ στο παγκάκι μου, ένα κυριακάτικο πρωινό, λαμπερό και ανάλαφρο, σαν μια μελωδία, ένα γέλιο από καρδιάς. Θα την καλούσα, και αυτή με δυο ζεστούς καφέδες, αναμαλλιασμένη όπως τη θυμάμαι, θα εμφανιζόταν. Σίγουρα θα φορούσε αυτά τα πολύχρωμα, χυτά ρούχα, πολυτελή κουρέλια όπως συνήθιζα να λέω, που έρχονται σε πλήρη αντιδιαστολή με τις δικές μου γήινες προτιμήσεις. Μια χίπικη ψυχή δίπλα σε ασπρόμαυρη περσόνα. Με μια δεύτερη σκέψη όμως, θα μπορούσε να πει κανείς, πως θα ολοκλήρωναν ένα έργο τέχνης, θα έδιναν το χρώμα σε έναν λευκό καμβά. Κυκλάμινα κάθε λογής. Ένα ξεχασμένο, ξερό χωράφι. Αναγκαίες, μα και ανυπόφορες η μια για την άλλη. Περιττό να πω τι έχει υπερισχύσει.
Ένας ανόητος τσακωμός. Μια διαρκής, σε εμβρυακή μορφή, κόντρα. Αντλούσε δύναμη από τις σιωπές με σημείο αφετηρίας μα λήξη άφαντη, που διαδέχονταν η μια την άλλη, χωρίς σταματημό, μικρά αδύναμα κύματα. Και ήρθε ένα πρωί Κυριακής η φουρτούνα. Και μας έπνιξε. Ένας δυνατός άνεμος, που τα πήρε όλα στο διάβα του, τα στροβίλισε ώσπου να ζαλιστούν, να πέσουν κάτω, να θρυμματιστούν. Άραγε, μπορεί κανείς να κολλήσει θρύψαλα; Και ως εκ τούτου, τόσες Κυριακές πήγαν χαμένες. Τόσες ώρες, λεπτά, δευτερόλεπτα. Μέρες που δεν θα ξαναρθούν. Τις πήρε όλες ο χρόνος, τις εκμεταλλεύτηκε ψυχρά και ύστερα τις παράτησε, σαν συνεύρεση της μιας βραδιάς. Συναισθήματα γεννήθηκαν, μα πέθαιναν κάθε βράδυ. Τόσες σκέψεις έμειναν άφατες. Έχεις ποτέ μετρήσει τον μέγιστο αριθμό λέξεων που προφέρεις ανά λεπτό; Και τις έχεις πολλαπλασιάσει επί τόσα χρόνια; Και αν προσθέσεις και τις Κυριακές; Δεν τα κατάφερνα από μικρή στα μαθηματικά. Μα ούτε και με τους ανθρώπους. Και ο χρόνος;
«Έχεις δίκιο, Αριστείδη, έχεις δίκιο… Περνάει τόσο γρήγορα τελικά. Προλαβαίνω να το αλλάξω; Ή είναι τελειωμένη η κατάσταση;»
Έχει δίκιο; Μα πριν λογομαχούσαν! Τι μεσολάβησε; Μα πού έχω πια το μυαλό μου, πρέπει να σηκωθώ, να τους μιλήσω! Τώρα όμως πώς θα το κάνω, αν η συζήτηση έχει πάρει νέα τροπή και εγώ έχω χάσει τα πλέον δεδομένα; Ανάθεμα! Μα τι κάνουν; Φεύγουν;
Ένα κενό παγκάκι. Έμεινε πίσω μόνο το βαρύ, φθηνό άρωμά τους, από αυτά που κρύβουν τη μυρωδιά της μοναξιάς, τη μυρωδιά που δίνει στον άνθρωπο η απελπισία του. Τι κάνω τώρα;

Για έξι ολόκληρες ημέρες περιεργαζόμουν το συμβάν. Είχα μαζέψει τα απαραίτητα επιχειρήματα, ερωτήσεις-απαντήσεις, είχα φτιάξει μια λογική, κατ’ εμέ, συλλογιστική πορεία, ξεκάθαρη, απλή και ευθύγραμμη, ένας πλατύς ασφαλτοστρωμένος δρόμος σε αραβική έρημο. Είχα πείσει τον εαυτό μου, το είχα, επιφανειακά, πιστέψει και έπραττα σαν να ήταν δογματική αλήθεια: αύριο θα λύνονταν οι επίμονες απορίες μου. Αύριο πρωί, οι δύο μεσήλικοι άνδρες, θα ήταν καθισμένοι στο παγκάκι, δίπλα στο δικό μου, στο πάρκο το συνοικιακό, όπως ακριβώς την προηγούμενη Κυριακή. Η συζήτηση θα ήταν πάνω κάτω η ίδια. Κι επιτέλους, όλος αυτός ο σαματάς μέσα στο κεφάλι μου, αυτή η μπουλντόζα που είχε μπει σε λειτουργία και έσπαγε ασταμάτητα μπετό, θα έπαυε. Η τοποθεσία, το σκηνικό με τους άνδρες, τα παιδιά τριγύρω και εμένα να κρυφακούω, ολόκληρο το φιλμ θα παιζόταν σε επανάληψη. Ο μοναδικός ρόλος του χρόνου ήταν να καθυστερεί πεισματικά την έλευση της Κυριακής.
Και το πρωινό αυτό έφτασε. Όλες μου οι σκέψεις, οι αναλυτικά αποτυπωμένες σε κόλλες χαρτί, δόθηκαν στο αεράκι, στο ίδιο αυτό αεράκι που φυσούσε τα φύλλα από τα κλαδιά, παραχωρώντας τους για λίγα δευτερόλεπτα ζωή ραμμένη με χάρη. Και έμεινα να μαζεύω όσες κόλλες ήταν ακόμη κοντά μου, άτακτα διασκορπισμένες. Στην πραγματικότητα, είχα πέσει έξω. Οι μεσήλικοι άνδρες δεν φανήκαν. Επί τέσσερις ώρες το βλέμμα μου έψαχνε αυτές τις δυο γνώριμες φυσιογνωμίες. Μα δεν φανήκαν. Δεν ήθελα να το δεχτώ. Από κάποιο, όμως, σημείο και μετά το σώμα μου δυσφορούσε. Το παγκάκι μου με είχε, κατά ένα τρόπο, προδώσει. Ήταν πιο άβολο, άκαμπτο, παγωμένο από ποτέ. Και αν θεωρήσεις πως αυτό ήταν ήδη αρκετό, μάθε πως εκείνη τη μέρα έπαψε να είναι και δικό μου. Και μάθε επίσης πως εκείνη τη μέρα απέκτησα κάτι άλλο, ή μάλλον, συνειδητοποίησα αυτό το άλλο. Πώς είχα αφήσει τον χρόνο να κυλήσει;
Μα για πρώτη φορά, τον ένιωσα. Ο Χρόνος ήταν εκεί, εκεί παρών. Στα παιδιά που έρχονταν και έφευγαν. Που ξεκινούσαν ένα παιχνίδι και μετά το παρατούσαν στη μέση, για να αρχίσουν ένα άλλο. Τον έβλεπα. Στο διπλανό παγκάκι, που τη μια στιγμή στήριζε ανθρώπινες ανάσες και την άλλη όχι. Στα φύλλα των δέντρων, που ήταν ακόμη λιγότερα από όσα υπήρχαν την προηγούμενη Κυριακή, στα άδεια πια κλαδιά. Στους κορμούς τους που είχαν κι άλλο καλυφθεί με αγριόχορτα και κανείς δεν νοιαζόταν να τα ξεριζώσει. Τον είδα στο γκαζόν που είχε ψηλώσει και σε κάτι κίτρινες μαργαρίτες που είχαν καταφέρει να ανθίσουν. Τον είδα στους ανθρώπους. Στα πρόσωπα όλο φρεσκάδα μα και σε πρόσωπα με βαθιές χαρακιές, σαν από μαχαίρι, στο κούτελο και κάτω από τα μάτια. Σε αναστήματα ενενήντα μοιρών στη γη, μα και σε σκυφτές φιγούρες, σε καμπούρες. Τον είδα στις χειραψίες τους, σε φευγαλέα φιλιά, σε αγκαλιές που διαρκούσαν λιγότερο από όσα θα ήθελαν, από όσο χρειάζονταν για να είναι σωστές. Τον είδα και με άλλο τρόπο- τον είδα χωρίς να δω- με την απουσία, αυτού του υπερήλικου ζευγαριού που κάθε Κυριακή έκανε εδώ τον περίπατό του. Τον είδα, τον αισθάνθηκα, ήμουν και εγώ κομμάτι του, μια κρατούμενή του τόσο καιρό. Θυμήθηκα τότε τους παιδιάστικους τσακωμούς με την αδερφή μου, πως δήθεν καθυστέρησα, δεν υπολόγισα πάλι σωστά τον χρόνο μου, την άφησα για είκοσι ολόκληρα λεπτά να περιμένει έξω από το φροντιστήριο των αγγλικών της. Αυτό είχε συμβεί λοιπόν, είχα καθυστερήσει.
Έμαθα εκείνο το πρωί πώς είναι να κλαις από χαρά, από χαρά και ανακούφιση που κατάλαβες πως δεν είναι αργά, πως, ευτυχώς, ξύπνησες νωρίς από το όνειρο και πως προλαβαίνεις, έστω και καθυστερημένα, να πιάσεις τον χρόνο από εκεί που τον άφησες, ή και από την αρχή. Έκλαψα για την αδερφή μου, ναι. Για τις αναμνήσεις που δεν ζήσαμε μαζί, που δεν θα έχουμε να εξιστορούμε αργότερα στα παιδιά και ακόμα πιο αργά στα εγγόνια μας. Για τα «καλημέρα» που δεν της είπα, για τις φορές που δεν την καθησύχασα σε μια σκοτεινή της στιγμή, για τα καλοκαίρια που δεν πήγαμε διακοπές μαζί σε αυτά που ήταν άλλοτε αγαπημένα μας μέρη, για τους έρωτές μου που δεν της εκμυστηρεύτηκα, για τις φορές αυτές που δεν πείραξα τα μαλλιά της- της άρεσε θυμάμαι- , για όλα αυτά τα «σ’ αγαπώ» που της φύλαγα καιρό…

Στις Κυριακές που έχουμε ακόμη μπροστά μας.