Αλκυόνη Παπαδάκη: “Η έμπνευση έρχεται σχεδόν πάντα από πόνους ψυχής…”
-Κυρία Παπαδάκη, πώς είστε; Χαιρόμαστε πολύ για τη συνέντευξη αυτή! Ελπίζουμε η όλη κατάσταση της πανδημικής κρίσης να σας έχει στοιχίσει όσο το δυνατόν λιγότερο…
-Να είσαι καλά μάτια μου… Όσο μπορεί ο καθένας, κάνει την προσπάθειά του. Κανένας δεν είναι στα νερά του. Είναι δύσκολη η κατάσταση πραγματικά, ωστόσο τί να κάνουμε, και τα δύσκολα μέσα στη ζωή μας είναι!
Πείτε μας κάποια πράγματα για εσάς, για τα παιδικά σας χρόνια;
Τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα, καθώς ήταν η περίοδος μετά τον εμφύλιο και στο σπίτι μου ήταν πολλά τα δεινά. Πληρώσαμε πολύ ακριβά το κόστος σαν οικογένεια. Εγώ ως μικρό παιδάκι, ζούσα μέσα στο πένθος και την αρρώστια, επειδή η μητέρα μου υπέφερε από ψυχική ασθένεια, από την οποία δε συνήλθε ποτέ. Ο ένας αδερφός της μητέρας μου ήταν στο βουνό. Οι υπόλοιποι της οικογένειας δεν είχαν ανακατευτεί πουθενά, ωστόσο εκείνες τις εποχές πλήρωναν όλοι το κόστος του “ιδεολόγου”, και ως εκ τούτου το “Κόκκινο Σπίτι”, που πράγματι το είχε βάψει ο πατέρας μου κόκκινο (γιατί του άρεσε αυτό το χρώμα, της Κνωσού, του Μίνωα), πλήρωσε πολύ ακριβά όλη αυτή την ιστορία. Μέσα σε αυτή την οδύνη, τα παιδικά μου χρόνια ήταν πολύ δύσκολα. Το κλίμα, δεν ήταν κατάλληλο για ένα παιδί και γι’αυτό συχνά έφευγα και πήγαινα στους κήπους του πατέρα μου. Τότε εμένα, μου φαινόντουσαν τεράστιοι οι κήποι αυτοί, σαν να επρόκειτο για ολόκληρη ήπειρο! Ένιωθα την ανάγκη να συνομιλήσω με άλλους, αλλά ήμουν πολύ μικρή για να αποτυπώσω τις σκέψεις μου στο χαρτί. Μιλούσα λοιπόν στα δέντρα και στα πουλιά καθημερινά, έκοβα φωτογραφίες από τα περιοδικά της μητέρας μου, τα ρομάτζα και έκανα ιστορίες δικές μου. Προσπαθούσα δηλαδή καταφεύγοντας στη φαντασία μου, να περνάω την ώρα μου δημιουργικά.
Πότε αισθανθήκατε πρώτη φορά την ανάγκη να εκφραστείτε γραπτώς; Τί σας ενέπνευσε;
Πολύ αργότερα αισθάνθηκα την ανάγκη του “χαρτιού”. Η μητέρα μου είχε κι άλλον έναν αδερφό, ο οποίος ήταν ποιητής και λογοτέχνης. Όταν ερχόταν στο σπίτι, με έπαιρνε και πηγαίναμε στο λόφο και μου έδειχνε τις “ομορφιές”. Μου έμαθε να κοιτάω τα όμορφα πράγματα, τα δέντρα, τα λουλούδια και μου διάβαζε ποιήματα. Επειδή ήταν ο μόνος άνθρωπος που ασχολούνταν μαζί μου τον αγαπούσα τόσο πολύ, που ήθελα κι εγώ να κάνω κάτι σαν κι εκείνον, για να του μοιάσω. Έτσι άρχισα σιγά σιγά να γράφω ό,τι θυμόμουν από όλα όσα μου έλεγε. Αυτή ήταν η πρώτη σχέση μου με το χαρτί, κι εκείνος η πρώτη πηγή έμπνευσής μου. Βέβαια υπήρχε και το ταλέντο, κάτι που μου ανέφερε συχνά και ο ίδιος, αλλά πρέπει να σε βοηθήσει κάποιος να το συνειδητοποιήσεις και να το βγάλεις προς τα έξω. Γι’αυτό τον λόγο πιστεύω πως το ταλέντο πρέπει να υπάρχει στον άνθρωπο αν είναι να ασχοληθεί με τη συγγραφή, ωστόσο με επιμονή και δουλειά να μαθαίνει διαρκώς να το διαχειρίζεται.
Ποιά ήταν η σχέση σας με τη λογοτεχνία στα παιδικά σας χρόνια;
Άρχισα να διαβάζω ποιήματα, βιβλία λογοτεχνικά και τα σχετικά. Φυσικά τότε δεν υπήρχε λογοτεχνία για παιδιά. Παρακολουθούσα τη μητέρα μου που διάβαζε τα ρομάντζα της δυνατά και έκανα εικόνες στο μυαλό μου, ως που πήγα γυμνάσιο και άρχισα να γράφω κι εγώ διηγήματα. Στη γαλλική σχολή που πήγαινα, όλες οι κοπέλες κρατούσαν ημερολόγιο. Ήταν φυσικό να θέλουν να γράφουν κάπου τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους. Εγώ δεν είχα ποτέ. Όταν έγραφα κάτι, το έδινα στη διπλανή μου. Δεν ήθελα να το κρατάω για τον εαυτό μου, επεδίωκα πάντα μια πιο διαδραστική επικοινωνία.
Τί σπουδές πραγματοποιήσατε και ποιά η πρώτη σας δουλειά;
Πριν τελειώσω το σχολείο, είχα αποφασίσει να γίνω δημοσιογράφος. Αυτό ήταν το όνειρό μου, καθώς ένιωθα πως έτσι θα ήμουν με τους άλλους. Να ακούω, να βλέπω, να παρακολουθώ και να γράφω ό,τι συνέβαινε δίπλα μου. Έστελνα στις ντόπιες εφημερίδες αυτά που έγραφα, και για μένα αυτό είχε γίνει κάτι το οικείο. Έτσι είχα αποφασίσει με όλη τη δύναμη της ψυχής μου να ακολουθήσω αυτό το επάγγελμα. Δεν ήταν όμως καθόλου εύκολο, γιατί ο πατέρας μου ήθελε να σπουδάσω φιλολογία, επειδή έγραφα καλά. Το όνειρό του ήταν αυτό, ο ίδιος δάσκαλος, ήθελε να βγάλει καθηγήτρια. Δεν ήταν εύκολο να πω ότι θα φύγω από την Κρήτη για να έρθω στην Αθήνα για δημοσιογραφία. Γι’αυτό κι εγώ είπα ότι θέλω να δώσω εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο, και αφού το έκανα και πέτυχα στην Πάντειο, ήρθα στην Αθήνα και γράφτηκα παράλληλα σε μία δημοσιογραφική σχολή. Μία ήταν τότε η δημοσιογραφική σχολή και ήταν ιδιωτική, την οποία και τελείωσα, ωστόσο δε με ικανοποιούσε ιδιαίτερα. Με όλο το θράσος της νεότητας μου, πήρα το θάρρος και έστειλα ένα γράμμα στον Λαμπράκη, που ήταν τότε πανίσχυρη προσωπικότητα, και του έγραφα πόσο θέλω να δουλέψω κι εγώ ως δημοσιογράφος. Δε θυμάμαι καλά τι ακριβώς έγραφα, ωστόσο φάνηκε να ήταν πολύ συγκινητικό, καθώς εκείνος μου απάντησε “Πέρασε από τα γραφεία, βρες τον Κακαουνάκη και μπες στην ομάδα των νέων”. Έτσι έγινε και ξεκίνησα δουλειά, αν και δε με ικανοποιούσε ούτε αυτό, γιατί ο συγχωρεμένος ο Κακαουνάκης μας χρησιμοποιούσε συχνά σαν αγγελιαφόρους.
Το “Κόκκινο Σπίτι” ήταν το πρώτο σας βιβλίο, πώς νιώσατε όταν αποκτήσατε τους πρώτους σας αναγνώστες;
Έγραψα το “Κόκκινο Σπίτι” όσο δούλευα στην εφημερίδα, μια ιστορία για το πως ζούσε ένα παιδί στα παιδικά μου χρόνια. Έκανε λοιπόν εντύπωση αυτό, γιατί πολλοί είχαν γράψει για τον εμφύλιο και τα σχετικά, αλλά δεν υπήρχε κανένα κείμενο για το πως έβλεπε ένα παιδί την κατάσταση. Με φώναξαν τότε από την “Αυγή” και μου είπαν να δουλέψω κανονικά πλέον σαν δημοσιοφράφος, κάνοντας πλέον αυτό που πραγματικά ήθελα να κάνω. Ήμουν πολύ ευτυχισμένη που έκανα το όνειρό μου πραγματικότητα, και ήταν και η πρώτη φορά που είπα στον πατέρα μου ότι δεν πάτησα ποτέ το πόδι μου στην Πάντειο. Δούλεψα δύο χρόνια, μετά ήρθε η δικτατορία και αναγκαστικά σταμάτησα.
Τί σας ελκύει στο χαρτί;
Κάθε φορά που τελειώνω ένα βιβλίο, λέω φτάνει δε θα ξαναασχοληθώ με αυτό. Θα κάνω άλλα πράγματα, πιο ανόδυνα, που θα μου δίνουν περισσότερη χαρά. Η συγγραφή είναι μια διαδικασία δύσκολη, όμως μαζεύω μέσα μου, χωρίς να το θέλω, υλικό. Δουλεύουν οι κεραίες πια, και όλα τα συναισθήματα των ανθρώπων γύρω μου, τα κρατάω ώστε να τα γράψω και να τα στείλω και σε άλλους. Αυτό είναι που με ελκύει στο χαρτί.

Τί σας εμπνέει στη ζωή; Τί σας κάνει χαρούμενη;
Δε μπορώ να είμαι χαρούμενη αν δεν είναι και οι γύρω μου… γι’αυτό κοιτάζω πάντα να είναι οι άνθρωποί μου καλά, ώστε να είμαι κι εγώ. Αυτό μου στοιχίζει, αλλά έτσι είναι ο χαρακτήρας μου δυστυχώς, δε μπορώ να τον αλλάξω. Η καθημερινότητα έχει πολλές μικρές χαρές, απλώς εμείς δε δίνουμε σημασία και τις προσπερνάμε. Εγώ παρότι έχω περάσει πολλές τρυκυμμίες στη ζωή μου, παραμένω αισιόδοξος άνθρωπος και τις εκτιμώ αυτές τις μικρές χαρές. Ξυπνάω το πρωί και λέω καλημέρα και το νιώθω! Την καλοδέχομαι την κάθε ημέρα!
Θέλατε να κάνετε οικογένεια; Αν έπρεπε να διαλέξετε μεταξύ της οικογένειας ή της καριέρας, τί θα επιλέγατε;
Η οικογένεια ήταν το απωθημένο μου πάντα, και ήθελα να αφοσιωθώ σε αυτό καθώς δεν το είχα ζήσει και ήθελα να κάνω αυτό που μου είχε λείψει από την παιδική μου ηλικία. Μια οικογένεια που όλοι να γελάνε, να κάθονται στο τραπέζι και να λένε αστεία. Με τη μεταπολίτευση μου δόθηκε πάλι η ευκαιρία να δουλέψω ως δημοσιογράφος, είχα όμως στο μεταξύ αρχίσει να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία και είχα κάνει οικογένεια. Δε μπορούσα να τα κάνω όλα μαζί. Πλέον το μοναδικό απωθημένο που έχω στη ζωή μου είναι η δημοσιογραφία, γιατί κατα τ’άλλα όλα τα υπόλοιπα που ήθελα, τα έκανα με οποιοδήποτε κόστος. Τη δημοσιογραφία όπως την είχα στο μυαλό μου ιδανικά, δε μπορούσα να την ακολουθήσω κάνοντας οικογένεια… Ήθελα να φεύγω το πρωί από το σπίτι και να μη ξέρω τί ώρα θα γυρίσω ας πούμε, τα έδινα όλα.
Θεωρείτε τον εαυτό σας τελειομανή;
Όταν πολύ αργότερα συναντήθηκα με τον διευθυντή της Αυγής, μου είπε ότι έχασε η δημοσιογραφία ένα αστέρι, γιατί ό,τι έκανα, το έκανα καλά. Ήμουν και είμαι τελειομανής. Η γιαγιά μου που με μεγάλωσε και της οποίας γράφω τώρα βιβλίο, ήταν μια πολύ γενναία και δυναμική γυναίκα του σκολαρχείου. Συνεχώς με έπαιρνε από πίσω και μου έλεγε “και τούτο ποιήσαι κακείνο μη αφιέναι… και να είναι και καλό εε!”, δηλαδή να κάνεις και εκείνο και να μην αφήνεις το άλλο, και να είναι και καλό αυτό το οποίο κάνεις. Μου έχει γίνει συνεπώς βίωμα και τρόπος ζωής. Θέλω ό,τι κάνω να γίνεται με αρτιότητα, κυρίως στα γραπτά. Το λέω πολλές φορές στους νέους που βιάζονται λίγο. Ακόμα και τώρα στο 21ο βιβλίο μου νομίζω, καμία σελίδα δεν είναι γραμμένη μία φορά. Δυο και τρεις φορές είναι γραμμένη, για να βγάλω την εικόνα που έχω στο μυαλό μου και να τη δώσω ζωντανή επάνω στο χαρτί.
Αν μπορούσατε να γυρίσετε το χρόνο πίσω και να συνομιλήσετε με τη νεαρή Αλκυόνη, τί θα της λέγατε;
Καλά κάνεις όσα κάνεις και κάνε περισσότερα! Αυτό θα της έλεγα!
Είναι η λύπη το πιο παραγωγικό συναίσθημα για έναν συγγραφέα;
Όλα τα συναισθήματα χρειάζονται, όμως να σου πω και την αλήθεια, κανένας δε γράφει όταν είναι πολύ ευτυχισμένος. Συνήθως τα γραπτά βγαίνουν μέσα από δυσκολίες και πόνους, αλλά δεν είναι το γράψιμο αυτό που σε λυτρώνει. Η έμπνευση έρχεται σχεδόν πάντα από πόνους ψυχής, όταν είναι η λεωφόρος ανοιχτή, πηγαίνεις μπροστά και δε δίνεις και πολύ μεγάλη σημασία.
Ποιό είναι για εσάς το σημαντικότερο επίτευγμα στη ζωή ενός ανθρώπου;
Πολλές φορές με τόσα που έχω ζήσει σκέφτομαι, τι είναι εκείνο που αξίζει. Έχω καταλήξει ότι το να δίνω ένα χέρι στον άνθρωπο δίπλα σου και να ανακαλύπτω τα σκοτεινά σοκάκια της ψυχής του είναι κάτι που επιδιώκω να κάνω. Έχω μάθει στην εγγονή μου να κάνει κάθε μέρα το επίτευγμα της ημέρας. Την ομορφιά της ημέρας όπως τη λέμε… κάτι απλό! Κάθε μέρα πρέπει να έχει την ομορφιά της. Δεν πρέπει να την αφήνουμε να κυλάει έτσι και να μουτζουρώνεται. Μια μέρα με πήρε η μικρή Αλκυόνη και μου είπε; “Γιαγιά έκανα την ομορφιά της ημέρας: έκλαιγε ένα παιδάκι και του σκούπισα τα δάκρυα”. Δεν υπάρχει κάτι συγκεκριμένο, κάθε τι καλό που κάνει κάποιος είναι άξιο να θεωρηθεί σημαντικό επίτευγμα.
Έχετε νιώσει πως εκτελείτε χρέη “ψυχολόγου” μέσα από τα έργα σας; Θεωρείτε την τέχνη ένα είδος ψυχοθεραπείας για εσάς και τους γύρω σας ή όχι;
Όχι, δεν το θεωρώ ψυχοθεραπεία σε καμία περίπτωση, αν και το έχω ακούσει πολλές φορές. Για μένα ψυχοθεραπεία είναι το ημερολόγιο, ή το να γράφεις κάτι για το κέφι σου. Η λογοτεχνία είναι επώδυνη έννοια, αλλά σε ακολουθεί, είναι κάτι μέσα σου που σε τρώει και πρέπει να το βγάλεις. Δε γίνεται διαφορετικά. Ωστόσο αυτό δεν είναι εύκολο. Δε θα το χαρακτήριζα ψυχοθεραπεία. Χρειάζεται να γυρνάς συνέχεια σε κάθε λεπτομέρεια και να σκαλίζεις κάθε εικόνα που θες να μεταφέρεις στο χαρτί, ώστε να μπορέσει και ο αναγνώστης να νιώσει αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Η αποδοχή που προκύπτει παρόλα αυτά είναι λυτρωτική. Όταν κάποιος μου λέει ότι πήρε κάτι από τα βιβλία μου χαίρομαι. Η δουλειά όμως καθαυτή δεν είναι καθόλου λυτρωτική… σου μαστιγώνει τη ψυχή λίγο λίγο όσο κρατάει.
Ποιά είναι η διαφορά της λογοτεχνίας από τη συγγραφή για εσάς;
To λέω συχνά πως είμαι “λογοτέχνισσα”, όχι συγγραφέας. Για μένα, και μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά έτσι το αισθάνομαι, συγγραφέας είναι αυτός που ασχολείται με την ιστορία, με τη φιλοσοφία, με κείμενα τέτοιου περιεχομένου. Λογοτέχνης είναι αυτός που κάνει τέχνη τον λόγο, που μπορεί να εκφράσει με όμορφο τρόπο τα αισθήματα των άλλων. Εμένα δε μου αρέσει να με λένε συγγραφέα… προτιμώ συνειδητά να με αποκαλούν λογοτέχνη.
Συμμετείχατε στα διαδικτυακά σεμινάρια “Master Art”, πώς σας φάνηκε σαν εμπειρία;
Το Master Art μου φάνηκε μία πάρα πολύ καλή προσπάθεια μέσα στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, να έρθουμε κοντά στους ανθρώπους και κυρίως στους νέους. Αισθάνθηκα πάρα πολύ ωραία που μπόρεσα κι εγώ να βοηθήσω σε όλη αυτή την προσπάθεια και μακάρι με τέτοιες καινοτομίες να μπορέσουμε όλοι μας να δώσουμε ό,τι μπορούμε από τις γνώσεις μας και την εμπειρία μας. Αν πριν ήταν μια φορά χρήσιμο, τώρα είναι δέκα φορές… Προσωπικά, ένιωσα πολύ μεγάλη ικανοποίηση και από τον τρόπο που έγινε η διεκπεραίωση των σεμιναρίων και από την παραγωγή. Αισθάνθηκα ικανοποίηση βέβαια και από τις δικές μου δυνάμεις που μπόρεσα να μεταδώσω με αυτόν τον τρόπο κάποια πράγματα, σε ανθρώπους που επιδιώκουν την καλλιέργεια τους και που διψάνε για αυτά που έχω να τους πω. Ελπίζω να συνεχιστεί και με άλλους ειδήμονες του χώρου η ίδια ιστορία, καθώς μόνο καλό μπορεί να προκύψει από αυτή τη δράση! Μπορείτε να δείτε το πρόγραμμα και να πάρετε μια ιδέα για όσα κάναμε εδώ!
-Σας ευχαριστούμε πολύ κυρία Παπαδάκη! Η συζήτησή μας ήταν τουλάχιστον εποικοδομητική. Μας δώσατε αρκετή τροφή για σκέψη και ο χρόνος κύλησε πολύ ευχάριστα και γρήγορα!
-Κι εγώ ευχαριστώ παιδιά μου και ευελπιστώ να πούμε περισσότερα την επόμενη φορά! Να είστε καλά και να μη ξεχνάτε να βλέπετε και να κάνετε ομορφιές!