Πρόσφατα ολοκλήρωσα την ανάγνωση του Βιβλίου της αυτοκράτειρας Ελισάβετ. Από την πρώτη, μάλιστα, σελίδα ένιωσα να σαλεύουν όλες εκείνες οι ευαίσθητες ροπές που ζουν μέσα μου: «Αυτή η Γκρετίγκα έβαζε τα κλάματα μόλις την κύτταζε κανείς χωρίς να της χαμογελάσει. Τα καλά τα έπιπλα του δωματίου μας και η ευαίσθητη Γκρετίγκα που εύρισκε τόσο τρομερή τη ζωή χωρίς χαμόγελο, όλ’ αυτά μου φαίνονταν τότε πολύ συγκινητικά»
  Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ του Κωνσταντίνου Χρηστομάνου (1908) αποτελεί σημαντικό δείγμα της λογοτεχνίας του αισθητισμού στην Ελλάδα. Το έργο αυτό απαρτίζεται από φύλλα ημερολογίου και αναφέρεται στα δυο έτη (1890 – 91) που ο συγγραφέας συνόδευε την αυτοκράτειρα της Βιέννης, Ελισάβετ, στους περιπάτους και τα ταξίδια της διαδραματίζοντας τον ρόλο του δασκάλου της για την ελληνική γλώσσα. 
  Γνωρίζοντας εξ αρχής ότι πρόκειται για έργο ημερολογιακής μορφής ο αναγνώστης περιμένει να δίνεται η αφήγηση  από τη σκοπιά του αφηγητή. Για τον αισθητισμό, κάτι τέτοιο σήμαινε ότι ο αφηγητής θα προχωρούσε σε μια ενδοσκόπηση στα εσώτερα του εαυτού του ενώ παράλληλα θα οδηγούνταν από μια επίμονη αυτοαναφορά του ατόμου του: «Τώρα καθαρότατα μπορώ να διακρίνω τα συστατικά της αιώνιας της πενταμορφιάς, επειδή νιώθω μέσα μου τα φτερουγίσματα των μεταμορφώσεών της».
  Ενώ, λοιπόν, θα φανταζόταν κανείς ότι θα διάβαζε στο έργο μια περιγραφή της ζωής των δύο αυτών χρόνων του Χρηστομάνου πλάι στη «Σίσσυ», εντούτοις, έχουμε, σε μια άκρως λυρική και ποιητική γλώσσα, την καταγραφή της εσωτερικής του πραγματικότητας, των ψυχικών του διεργασιών: «Αυτή η καθημερινή παραλλαξιά του ονείρου και της πραγματικότητος σ’ ανάστροφη τάξη: η ξυπνητή ζωή για όνειρο και ο ύπνος ο νυχτερινός για μόνη αλήθεια, σκόρπισε την περίοδο αυτήν της ζωής μου μια λάμψη από υπερφυσικήν ποίηση για πάντα», και αλλού: «Η ψυχή μου ήτονε βαρειά σα σύννεφο· κ’ ένα σύννεφο μαύρης απελπισίας σηκώθηκε μέσα μου και με κουκούλωσε ολόκληρον, όταν ξάνοιξα, στο γλαυκό φως των καντηλών με τους Τρίτωνες, την αγαπημένη και σεπτή μελανόγραμμη μορφή της να κρυφογλιστράει ανάμεσα στις άσπρες κολώνες του περιστυλίου όπως ποτέ πια στη ζωή μου δε θα την ξανάβλεπα». Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν είναι τίποτε λιγότερο από τις σκέψεις που γεννιούνται στον συγγραφέα ενώ κοιτάζει την αυτοκράτειρα, ενώ την ακούει μα κι ενώ τη φέρνει μελαγχολικά στο μυαλό του.
  Ο αναγνώστης του έργου βρίσκεται μπροστά στη γέννηση μιας παράλληλης διαδικασίας: αφενός διαβάζει την ποιητική βιογράφηση της αυτοκράτειρας και, αφετέρου, το προσωπικό ημερολόγιο του αφηγητή. Ο Χρηστομάνος, υπό αυτήν την  έννοια, θα λέγαμε ότι προχώρησε στη συγγραφή μιας λυρικής βιογραφίας σε ημερολογιακά φύλλα. Το γεγονός, όμως, ότι το έργο βασίζεται σε εσωτερικές διεργασίες και όχι εξωτερικά περιστατικά το κάνει να μοιάζει με ένα εσωτερικό ημερολόγιο ενώ η βιογραφία της αυτοκράτειρας Ελισάβετ μοιάζει με βιογραφία εσωτερικής ζωής και ψυχικών διαθέσεων. Στο σημείο αυτό τίθεται το εξής ερώτημα: Πόσο σίγουρος είναι ο αναγνώστης ότι διαβάζει τη βιογραφία της αυτοκράτειρας Ελισάβετ; Θα μπορούσε, άραγε, το πρόσωπο που βιογραφείται να είναι ο ίδιος ο Χρηστομάνος; Μια τέτοια υπόθεση έχει ερείσματα. Στην περίπτωση αυτή ο αφηγητής, μέσα από τα λόγια και τη διάδραση με την Ελισάβετ, καταγράφει στο ημερολόγιό του τη βιογραφία της εσωτερικής του ζωής. Ταυτόχρονα, είναι εμφανής στο έργο η προσπάθεια του Χρηστομάνου να περιγράψει την ομορφιά της αυτοκράτειρας ανάγοντάς την σε χαρακτηριστικά εσωτερικά, όπως για παράδειγμα: «Πρόβαινεν Εκείνη μέσα στο πολύδενδρο άλσος, λες κ’ ήθελε να οδηγήσει το εσώτερό της αχτινοβόλημα προς έναν από πρωτύτερα ορισμένο σταθμό». Επίσης, ορμώμενος από φράσεις της σχετικά με τη ζωή, τη μοίρα, τη χυδαιότητα μα και την ομορφιά, όπως, για παράδειγμα, όταν λέει στον δάσκαλό της: «Δεν είμαστε αιώνιοι παρά μόνο μέσα στο μεγάλο πλήθος, όπου ούτε η γέννησις ούτε ο θάνατος του ατόμου δεν αποφαίνονται», αναλύει στη συνέχεια δικές του σκέψεις ή περνάει συνειρμικά σε νέα θέματα. Οι παραπάνω τακτικές μας οδηγούν, εύλογα, σε υποψίες για το αν έχουμε να κάνουμε με μια πλασματική βιογραφία της αυτοκράτειρας· μήπως έχουμε την κεκαλυμμένη βιογράφηση του ίδιου του Χρηστομάνου; Μια τέτοια βιογραφική αντανάκλαση είναι πιθανή, ιδίως αν αναλογιστούμε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην πραγματική ζωή του. Αναφέρομαι, φυσικά, στην κύφωση που τον ακολουθούσε από την παιδική του ηλικία, ύστερα από ένα ατύχημα που υπέστη. Η συνθήκη αυτή τον απομάκρυνε από την δημιουργία δεσμών με παιδιά της ηλικίας του οδηγώντας τον σε μία μόνιμη μελαγχολία.
Η επιθυμία του να βελτιώσει την καθημερινότητά του, έστω πλασματικά, μέσα από «τεχνητούς παραδείσους» που του επέτρεψε η λογοτεχνία του αισθητισμού να κατασκευάσει, εμφανίζεται ως μια ρεαλιστική πιθανότητα σε αυτό το άκρως λυρικό και λεπτοδουλεμένο έργο, το βουτηγμένο σε λίμνες ευαισθησίας, μελαγχολίας και ευγένειας.





Βιβλιογραφία

•Σαχίνης Απόστολος, Η πεζογραφία του αισθητισμού, Αθήνα: Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, 1981
•Χρηστομάνος Κωνσταντίνος, Το βιβλίο της αυτοκράτειρας Ελισάβετ – φύλλα ημερολογίου, Αθήνα: Εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ, 1987
•Σαμουήλ Α. , Ο βυθός του καθρέφτη. Ο Andre Gide και η ημερολογιακή μυθοπλασία στην Ελλάδα, Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, 1998
•Τρεμπέλας Π.Ν. , Υπόμνημα εις το Άσμα ασμάτων, Αθήνα: Εκδόσεις Αδελφότης Θεολόγων «ο Σωτήρ», 1990