Χαρταετός: Η ιστορία και η ποίηση
Το θέαμα των χαρταετών στον ανοιξιάτικο ουρανό, αυτό το όμορφο έθιμο, πέραν της ενάρξεως της Σαρακοστής σηματοδοτεί και την χαρά, την παιδική ανεμελιά και την ελπίδα για την επερχόμενη Ανάσταση (με ό,τι αυτό συμβολικά συνεπάγεται).
Σύμφωνα με στοιχεία, οι πρώτοι χαρταετοί εντοπίζονται στην κινέζικη παράδοση περίπου από το 1.000 π.Χ, ενώ στην Αρχαία Ελλάδα γύρω στο 400 π.Χ. Οι άνθρωποι καθιέρωσαν το έθιμο αυτό προκειμένου να επικοινωνούν με τον Θεό. Πίστευαν, μάλιστα, πως όσο πιο ψηλά στον ουρανό έφτανε τόσο περισσότερες πιθανότητες είχαν να «ακούσει» ο Θεός τις ευχές και επιθυμίες τους.
Το πέταγμα του χαρταετού έχει τον ίδιο συμβολισμό και στην ελληνική παράδοση, ενώ η ημέρα της Καθαράς Δευτέρας έχει επιλεγεί καθώς είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, η οποία σύμφωνα με τον χριστιανισμό σηματοδοτεί την σωματική και πνευματική κάθαρση των πιστών μέσω της μεγάλης νηστείας του Πάσχα.
Παρακάτω μερικά από τα αγαπημένα μας ποιήματα με αναφορά στον χαρταετό!
Νίκος Καρούζος – Γαλάζια σπλάχνα.
…Κάλλιο να πλανηθεί ο χαρταετός μου
δε θέλω πια ν’ αγγίξω τα χρώματά του
κλείνω τα μάτια μου για να δώ.
Είναι η φωνή που με διασχίζει
κι άλλοτε που χτυπά στον άκμονα
χίλιες φορές.
Είναι η φωνή απο ένα βάθος:
Για πάντα να μην έχεις
τίποτα για τ’ αληθινά χέρια
μονάχος
ανήμπορος εκστατικός
σ’ αυτή την άξαφνη γιορτή του δευτερολέπτου
που παραδίδεται ο κόσμος.
Γ Ρίτσος – Ορέστης
Άκου την, — η φωνή της τη σκεπάζει σα βαθύβουος θόλος
κι είναι ή ίδια κρεμασμένη μέσα στη φωνή της
σα γλωσσίδι καμπάνας, και χτυπιέται και χτυπάει την καμπάνα,
ενώ δεν είναι μήτε σκόλη μήτε ξόδι, μόνο ή άσπιλη ερημιά των βράχων
και κάτω η ταπεινή ησυχία του κάμπου, υπογραμμίζοντας
αυτή την αδικαίωτη παραφορά, πού γύρω της
σαλεύουν σαν αθώοι παιδικοί χαρταετοί τ’ αναρίθμητα αστέρια
με το χάρτινο αείροο θρόισμα της μεγάλης ουράς τους.
Οδυσσέας Ελύτης- Χαρταετός (από την Μαρία Νεφέλη)
Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη
ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν – ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πώς να το πω
κάτι σαν την «ανάμνηση του μέλλοντος»
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία – φοβόμουνα και μου άρεσε –
ν’ αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι…
Άνθρωποι μ’ ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελούσανε•
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: «δεσποινίς»
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι «πάνω άνθρωποι» έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους «κάτω»•
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια•
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου ’βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι «Ή Άννέτα με τα σάνταλα»
«Ο Γκέυζερ της Σπιτσβέργης»
το «Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει»
(ναι θυμάμαι και αλλά)
το ξαναλέω – δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το «Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί για σένα».
Μου το ’χε φέρει ο Ιππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πως εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το ’χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου•
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου•
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ – δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια•
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ’ έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ’ εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν – απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλό μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν•
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.
Οδυσσέας Ελύτης- Από τον Μικρό Ναυτίλο
«Ό,τι μπόρεσα ν’ αποχτήσω μια ζωή από πράξεις ορατές για όλους, επομένως να κερδίσω την ίδια διαφάνεια, το χρωστώ σ’ ένα είδος ειδικού θάρρους που μου ‘δωκεν η ποίηση: να γίνομαι άνεμος για τον χαρταετό και χαρταετός για τον άνεμο, ακόμα και όταν ουρανός δεν υπάρχει. Δεν παίζω με τα λόγια. Μιλώ για την κίνηση που ανακαλύπτει κανείς να σημειώνεται μέσα στη Στιγμή όταν καταφέρνει να την ανοίξει και να της δώσει διάρκεια».
Θωμάς Γκόρπας – Ποίηση
Ποίηση ανάμνηση από φίλντισι
περίπατος τα ξημερώματα
άναμμα τσιγάρου κατά λάθος από φεγγάρι
χαρταετός που ξέφυγε απ’ τα χέρια παιδιού
κλάμα παιδιού στη μέση πανηγυριού
φιλία ανάμεσα σε δυο προδοσίες
κλωνάρι που ταξιδεύει…..
ΠΗΓΕΣ: Homo universalis , Μαρούσι24 , kapoumakria