Αναβολή
Το ζεστό χέρι μου χαϊδεύει το μάγουλο. Δεν το κάνει συχνά. Μόνο όταν θέλει αυτό. Δεν σηκώνω το βλέμμα, αλλά πιέζω τις άκρες του στόματος μου προς τα πάνω, να σχηματίσουν ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Το χέρι φεύγει βιαστικά, έχει δουλειές. Φεύγοντας τραβάει την πόρτα πίσω του και αυτή κλείνει με έναν γνώριμο αποκαρδιωτικό ήχο.
Μόλις κλείσει η πόρτα, οι μύες του προσώπου μου χαλαρώνουν σε ένα πιο άνετο ανέκφραστο προσωπείο, εγκαταλείποντας οποιαδήποτε εξαναγκασμένη σύσπαση. Όλα τα νήματα γύρω από τους καρπούς και τους αστραγάλους μου που μέχρι τώρα καθοδηγούσαν τα απρόθυμα άκρα μου, κόβονται απότομα και αυτά σωριάζονται βαριά και άψυχα σε τυχαίες άγαρμπες θέσεις.
Όλα όσα αιωρούνταν γύρω μου, όλα όσα με ανάγκαζαν να αλληλεπιδρώ με κοινωνικά αποδεκτό τρόπο με το περιβάλλον μου, καταρρέουν κι αυτά. Χιλιάδες συγχρονισμένοι διακριτικοί κρότοι. Σαν το ψιθύρισμα αποπροσανατολισμένων χάρτινων αετών, που τους απελευθερώνεις από τη χούφτα σου χωρίς την παραμικρή ώθηση και αυτοί χαλαρώνουν και αφήνονται σε αόρατα ρεύματα του αέρα, πριν προσγειωθούν με χάρη στο έδαφος.
Γύρω μου έστεκαν περήφανα και ανθισμένα, ψήγματα μιας απρόσιτης ξεγνοιασιάς, που από τα κλαδιά τους κρέμονται μονίμως ενοχλητικές παροτρύνσεις να αναλάβω οποιοδήποτε συναίσθημα, για το καλό των άλλων και το δικό μου. Μόλις κλείσει η πόρτα, σαν να δόθηκε το σύνθημα. Τσαλακώνονται, αποχρωματίζονται και μαραίνονται μέσα σε δευτερόλεπτα, αφήνοντας στη θέση τους γκρίζα σταχτένια ξερόχορτα που συνθλίβονται με ένα ελάχιστο άγγιγμα και σκορπίζονται στον αέρα. Μόλις έκλεισες την πόρτα, σαν να με εγκατέλειψε ξαφνικά η ζωή. Μα ακόμη δειλιάζω στην απόφαση, να απεγκλωβιστώ από τα δεσμά μιας επιβεβλημένης ύπαρξης.
Πόπη Στέλλα Τσίτου