Αγάπη

Κ’ ήμουν στο σκοτάδι. Κ’ ήμουν το

Σκοτάδι. Και με είδε μια αχτίδα.

Δροσούλα το ιλαρό το πρόσωπο της

κ’ εγώ ήμουν το κατάξερο ασφοδήλι.

Πώς μ’ έσεισε το ξύπνημα μιας νιότης

και πώς γελάσαν τα πικρά μου χείλη!

Σάμπως τα μάτια της να μου είπαν ότι

δεν είμαι πλέον ο ναβαγός κι’ ο μόνος

κ’ ελύγισα σαν από τρυφερότη,

εγώ που μ’ είχε πέτρα κάνει ο πόνος.

Από τη συλλογή «Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων», (1919)

Είμαστε κάτι…

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες

κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,

στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει

στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντέννες.

Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,

στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,

μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,

χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.

Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κ’ η ποίησις

είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Από τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες»

Τι νέοι πού φτάσαμεν εδώ…

Τι νέοι ποὺ φτάσαμεν εδώ, στο έρμο νησί, στό χείλος
τοῦ κόσμου, δώθε απ᾿ τ᾿ όνειρο και κείθε απ᾿ τη γη!
Όταν απομακρύνθηκεν ο τελευταίος μας φίλος,
ήρθαμε αγάλι σέρνοντας την αιώνια πληγή.

Με μάτι βλέπουμε αδειανό, με βήμα τσακισμένο
τον ίδιο δρόμο παίρνουμε καθένας μοναχός,
νοιώθουμε τ᾿ άρρωστο κορμί, που εβάρυνε, σαν ξένο,
υπόκωφος από μακριά η φωνή μας φτάνει αχός.

Η ζωή διαβαίνει, πέρα στον ορίζοντα σειρήνα,
μα θάνατο, καθημερνό θάνατο, με χολή
μόνο, για μας η ζωή θα φέρει, όσο αν γελά η αχτίνα
του ήλιου και οι αύρες πνέουνε. Κι είμαστε νέοι, πολύ

νέοι, και μας άφησεν εδώ, μια νύχτα, σ᾿ ένα βράχο,
το πλοίο πού τώρα χάνεται στου απείρου την καρδιά,
χάνεται και ρωτιόμαστε τι να ῾χουμε, τι να ῾χω,
πού σβήνουμε όλοι, φεύγουμ᾿ έτσι νέοι, σχεδόν παιδιά!

Από τη συλλογή «Ελεγεία και Σάτιρες»