Η συντακτική ομάδα του I Travel Poetry γιορτάζει την Παγκόσμια Ημέρα Ποίησης
Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή. Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν τίποτα και προσπερνούνε. Όμως μερικοί κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν. -Γιώργης Παυλόπουλος - Τα Αντικλείδια
Αυτά τα λόγια του Παυλόπουλου δε θα μπορούσαν να περιγράφουν καλύτερα την μαγεία της ποίησης. Η ποίηση έχει κάτι που σε ελκύει, ο συμπυκνωμένος λόγος των ποιημάτων έχει την δύναμη μέσα σε λίγες γραμμές να σου μιλήσει για ολόκληρη τη ζωή. Δεν είναι τυχαίο που όσοι έχουν την ανάγκη να γράψουν ξεκινούν με μικρά, σκόρπια ποιήματα σε χαρτάκια και τελευταίες σελίδες πυκνογραμμένων τετραδίων. Πολλές φορές η ποίηση είναι διαφυγή, άλλες φορές κατάθεση, άλλες ακατανίκητη ανάγκη.
Το Ι Travel Poetry, πάντοτε είχε μία ιδιαίτερη αγάπη γι΄αυτά τα συγκεκριμένα ποιήματα που είναι κλεισμένα σε συρτάρια, που είναι χωμένα σε ένα τσαλακωμένο χαρτί μέσα στη τσέπη, που είναι γραμμένα πίσω απ΄τη λίστα του super market, γιατί αυτά τα ποιήματα που ίσως να μην τα μάθουμε ποτέ κρύβουν τις πιο ειλικρινείς πλευρές μας.
Για την Παγκόσμια ημέρα ποίησης λοιπόν αποφασίσαμε να “ανοίξουμε τα συρτάρια” μερικών μελών της συντακτικής μας ομάδας και να σας παρουσιάσουμε μερικά απ΄τα ποιήματα που αγαπάμε!
Αλίνα Τριανταφύλλου- «Απέναντι στον καθρέφτη»

Τίποτα σημαντικό
μόνο ένα δριμύ κατηγορώ
κρεμασμένο στην άδεια ντουλάπα
Στο κρεβάτι κοιμάσαι κι’ ονειρεύεσαι
το σακάκι πως φοράς
κατάσαρκα
απέναντι σ’ έναν εισαγγελέα
Έχει τα μαλλιά σου
ακόμα και τα μάτια σου
δεν χαμογελάει
μόνο κοιτάζει
-μάλλον βλοσυρά-
Εξηγήσεις περιμένει
ένα υπόμνημα γραπτό
σ’ έναν δικαστή για να σε στείλει
που θα’ χει τ’ όνομα σου
Κύλησε η μέρα
οι λέξεις έμειναν στις τσέπες
Μαρίλια Φωτοπούλου- «Μάιος»

Η ζέστη ως συνήθως με βρίσκει απροετοίμαστη
Λιγότερα ρούχα,
Περισσότερος χρόνος
Και τι να τον κάνω;
Ίσως ασχοληθώ και πάλι μαζί σου
Ίσως και να ασχοληθώ με εμένα
Δεν το συνηθίζω βέβαια
Αλλά μπορεί να μην είναι τόσο άσχημο, τελικά
Να συνειδητοποιείς το χρώμα των μαλλιών σου
Να νιώθεις τη γη κάτω από τα πόδια σου
Να αισθάνεσαι τη θλίψη χωρίς να την κρίνεις
Έχει κι αυτό τη χάρη του μάλλον
Ακούγεται εύκολο
Μεγάλη απάτη
Πάντα μου ήταν πιο εύκολο να ασχολούμαι μαζί σου
Θεωρούσα πως είμαι εσύ και όλα κυλούσαν
Πονούσες; Πονούσα
Γελούσες; Πετούσα
Και ύστερα, πτώση
Απομυθοποίηση
Είναι δύσκολο να γνωρίζεις πως στο πλευρό σου έχεις μόνο τον εαυτό σου
Είναι κιόλας Άνοιξη
Κάνει τόση ζέστη
Η θάλασσα καλεί το όνομά μου
Τα πάρκα με φιλοξενούν με τις ώρες
Κάποιες φορές νομίζω πως σε βλέπω εκεί
Ανάμεσα σε μεθυσμένα κορμιά και φορτωμένα ποδήλατα
Μα όσο θυμάμαι εμένα τόσο σε ξεχνώ
Τα κενά υπήρχαν όσο υπάρχω κι εγώ
Τώρα είμαι κάπως πιο περήφανη γι’ αυτά
Είναι βίαιο να μεγαλώνεις
Πόσα καλοκαίρια θα δουν ακόμα αυτά τα μάτια;
Ελπίζω πολλά
Ο Ιούνιος έρχεται
Κι εγώ κλασσικά είμαι απροετοίμαστη
Κάπως θα περάσει κι αυτό
Με ή χωρίς εσένα
Πρέπει να φάω αυτό το παγωτό
Ζεσταίνομαι τόσο
Θέλω να το μοιραστώ μαζί σου
Αλλά τι σημασία έχει τι θέλω εγώ, ε;
Γρηγόρης Κατσαρός-«Αποδημητικά πουλιά»

Όταν λησμονείς τα χελιδόνια
μη θρηνείς την άνοιξη
που δεν ήρθε
και όταν δεν επιλέγεις να ζεις
έχεις πεθάνει ήδη
και πάνω στο «επιλέγω»
χτίζεις πολυκατοικίες,
κάστρα και τείχη
και πάνω εκεί καταρρίπτονται όλα
σπάνε τόνοι, μοτίβα
και γυάλινοι πύργοι.
Και όσο προσπαθείς να με προβλέψεις
πρόσεξε μη μου αλλάξεις τη συνήθεια
γιατί νευριάζω
όταν οι άνθρωποι
παίζουν με τα κάστρα μου.
Ντέπη Φαρκάτση-«Την ημέρα εκείνη»

Την ημέρα εκείνη που εξέπεσα μέσα από το βαθύ όνειρο πάνω στο τραχύ χώμα,
Λουλούδια φύτρωσαν πάνω στα χέρια μου και λυπημένες παπαρούνες
Τότε χλωμός καβαλάρης με έντυσε με την πιο όμορφη στολή
Και καθώς άρχισα να μιλάω,
Ασχημάτιστα ακόμη αστέρια έβγαιναν λοξά, από το στόμα μου
Και πέταξαν προς τον γαλήνιο νυχτερινό ουρανό σαν ένα ψεύτικο μήνυμα ειρήνης
Μιχαέλα Μπελιά-«Εφτά»

μου είπες να τραβήξω έναν τυχαίο αριθμό
δε θέλω άλλα ερωτηματικά
ούτε τελείες
μπορούμε να ζήσουμε σε έναν κόσμο χωρίς σημεία στίξης
ίσως αργότερα
πως μπόρεσες να μου θυμώσεις;
τράβηξα τα ράμματα χωρίς αναισθητικό
ξέχασα το αναισθητικό μου
το μούδιασμα που σταματάει τη σκέψη μου
το μούδιασμα που επιβραδύνει τα όνειρα μου
από το να χαθούν οριστικά
με βλέπω να απομακρύνομαι
αλλά αυτήν τη φορά η όψη μου αρέσει
θυμίζει πίνακα που δεν θέλω να χαλάσω
αυτοκαταστροφή
άκου το κουδουνάκι του ποδηλάτου σου
άκου το κουταλάκι στο φλιτζάνι του καφέ
άκου την μπάλα στο γήπεδο του μπάσκετ να αναπηδά
άκου τον αναπτήρα τη στιγμή που ανάβεις τα κεράκια στην τούρτα των γενεθλίων σου
άκου την πόρτα να κλείνει όταν ο πρώτος σου έρωτας φεύγει για τελευταία φορά από το σπίτι σου
οι ασήμαντες στιγμές
λεπτομέρειες
οι ασήμαντες
στιγμές
ασήμαντες
κλειστά μάτια
βιώνεις μία σειρά αισθήσεων
είναι ψευδαίσθηση
η ακινησία είναι ψευδαίσθηση
διαρκώς σε εγρήγορση
οι παλμοί της καρδιάς μου ανεβαίνουν
οι παλάμες μου ιδρώνουν
τα βλέφαρα μου τρεμοπαίζουν
πέφτω
ενώ χορεύω αργά σε έναν δυνατό ρυθμό
όλο πέφτω
και τελικά ξυπνάω
ίσως κάποια φορά να πέφτω στα αλήθεια
δεν θα το μάθω ποτέ
μικρόκοσμος
μακρόκοσμος
σε απόλυτη συμμετρία
τράβηξα το εφτά
Χριστίνα Γιαβάσογλου-«Μαντεία»

Οι μέρες στρέφουν σαν το κέρμα στον αέρα
κι όμως πάλι προσγειώνονται στο χέρι σου.
Μετρούν μία-μία τις ρωγμές απ΄τα χρόνια
Φωναχτά.
Τόσο που να ξυπνάει η θύμηση.
Εμείς;
εμείς δεν είμαστε τίποτα.
Είμαστε μόνο τ΄αναστραμμένο γέλιο
απάνω στα νερά.
Και οι παλιές μας εικόνες
το βότσαλο είναι που τα ταράζει,
λαξεύοντας κύκλους στις φιγούρες μας
που θα’ρθει η άπνοια σιωπηλά
να τους σβήσει.
Κάπου στην άκρη
ένα μυριόφυλλο χαράζεται
απ’τις κοφτές μας κινήσεις.
Κι όλοι οι δρόμοι
που διατρέχουν το χέρι σου
κάνουν τη πλανόδια τσιγγάνα,
να τραυλίσει,
να φύγει με βλέμμα απορημένο,
χωρίς απόκριση για το μέλλον μας,
χωρίς καμία δικαιολογία,
να μείνουμε πάνω απ΄τα νερά
να προσπαθούμε.
Μα με πείσμα οι δυό μας
κοιτιόμαστε
απαρηγόρητοι.
Ματίνα Πασιά-«Σου μοιάζω»

Η ιδέα του να σου μοιάσω,
κάπως με καθησύχαζε,
ήταν κι αυτός ένας τρόπος
να σε φυλάξω εντός μου
Αν πατούσα πάνω στις βίαιες διδαχές σου,
κάπως θα σε κρατούσα κοντά μου, μια παραίσθηση
να ‘χω να αγκαλιάζω
Θα εκδιηγούμουν την ιστορία σου
μέσα απο τις πράξεις μου,
μέσα απο τις δικές μου εγκληματικές επιλογές
Θα μπορούσα να ήμουν και εγώ
ένα αρπακτικό, με σπασμένο ράμφος
Θα ακουμπούσαν οι μύτες μας στο ίδιο ύψος τότε
Κατάματα και ίσα τα βλέμματα μας
Θα κοιτούσαμε το ίδιο τέρας,
τον ίδιο ξενιστή και οι δυο μας
Αγνή Μπαγκέρη-«Προορισμός»

Γυρεύω χώμα να με δεχτεί
υγρό και πρόσφορο
να σπείρω εκεί τον εαυτό μου
όλα μου τα μέλη
οι αχτίδες μου να γίνουν ρίζες
ν’ ανθίσω.
Γυρεύω μια αγκαλιά να με δεχτεί
ιδανική και μόνη
να ξεχάσω μεμιάς τους πόνους μου στο σβέρκο
– να ξεκουράσω
τα ταλαίπωρά μου πόδια
που με τρέχουν από ‘δω και από ‘κει
σα το ζητιάνο.
Αν με δεχτείς
θα ησυχάσω.