Μια σύντομη και άγνωστη ιστορία της φουστανέλας από τον λαογράφο Ηλία Πετρόπουλο
Απόσπασμα και φωτογραφία από βιβλίο του “αιρετικού” λαογράφου και ερευνητή Ηλία Πετρόπουλου, που πάντοτε έριχνε φως εκεί που οι άλλοι δεν ήθελα να κοιτάξουν.
Το συγκεκριμένο απόσπασμα από το βιβλίο “Φουστανέλα”, εκδόσεις Νεφέλη, έτος έκδοσης 1993.
Η προϊστορία της φουστανέλας υπήρξε μεγάλη και σκοτεινή. Η φουστανέλα πριν αποβεί στολή, υπήρξε εθνική ενδυμασία. Για την ακρίβεια φουστανέλα είναι η εθνική ενδυμασία των Αρβανιτάδων. Με την αρβανίτικη επιδρομή στο Μοριά η φουστανέλα καθιερώθηκε και ενδυμασία των ελληνορθοδόξων Πελοποννήσιων. Η Ρούμελη είχε προηγηθεί. Ώστε υπάρχει μια ,ας πούμε, τοπογραφία της φουστανέλας. Συναντάμε λογής-λογής φουστανέλες στην Ήπειρο κυριαρχούσε ο ντουλαμάς (από σκούρο ντρίλι) ενώ χαμηλά στο Μοριά (που δεν κάνει κρύο) αρκούσε μια ελαφριά φουστανέλα και ένα γελέκι. Το ίδιο ισχύει και για όλα τα εξαρτήματα αυτής ενδυμασίας. Στη βόρεια Ελλάδα φοράνε χοντρά τσουράπια και τουσλούπια, στο νότο κάλτσες και γουρνοτσάρουχα. Δηλαδή η ενδυμασία της φουστανέλας δεν ήτο αυστηρά τυποποιημένη, γι’ αυτό αντί να ακούμε τους ενδυματολόγους μας (όλοι τους είναι κωθώνια) καλά θα κάνουμε να ανιχνεύουμε με προσοχή τις παλιές απεικονίσεις. Έτσι θα διαπιστώσουμε ότι δεν φόραγαν έφεση όλοι αγωνιστές του ’21. Ο Μακρυγιάννης προτιμούσε το σαρίκι και ο Ανδρούτσος έναν λιγδιαμένο καλογερίστικο σκούφο. Στο θαυμάσιο (και τόσο περιφρονημένο) μουσείο της παλιάς Βουλής σώζονται πάμπολλα ενδυματολογικά ντοκουμέντα που μπορούν να πείσουν τον οποιονδήποτε στενοκέφαλό ερευνητή.
Η φουστανέλα τον 17ο και 18ο αιώνα αποτελούσε την κυρίαρχη, αλλά όχι αποκλειστική ενδυμασία της Ρούμελης και του Μοριά. Η φουστανέλα επέζησε με κάποιο ρομαντικό τρόπο ως τα μέσα του αιώνα μας: Οι Μακεδονομάχοι λίστες ήταν ντυμένοι με βρώμικες φουστανέλες, στον ΕΛΑΣ ορισμένοι οπλαρχηγοί όπως ο καπετάν Τσολιάς επέμειναν στην πατροπαράδοτη ενδυμασιά. […]
Η φουστανέλα ακολούθησε την τύχη της γλώσσας. Δηλαδή, όπως ακριβώς τα Μοραΐτικα κατέκτησαν την Αθήνα (εκτοπίζοντας την ιδιωματική προφορά των γκάγκαρων), έτσι και η φουστανέλα έλαβε στη νέα πρωτεύουσα τίτλους τιμής. Πολύ περισσότερο που την υιοθέτησε ο ίδιος Όθων, που ο δυστυχής 30 χρόνια μετά την εκδίωξη του, επόζαρε στον Λύτρα με φουστανέλα. Μα ιστορία της γλώσσας μας και της φουστανέλας είναι αρκούντως διαφανής γιατί πίσω τους είναι κρυμμένοι Αρβανίτες. Ας μην το ξεχνάμε, το φωνητικά ωραιότερα ελληνικά τα μιλάνε οι μάγκες και οι σημαντικότεροι κουτσαβάκηδες ήσανε αρβανίτες.
Όταν μπήκε η φουστανέλα στο παλάτι επικράτησε μια ενδυματολογική Βαβυλωνία. Η τακτική μιμούμενοι τους ευρωπαίους φοράνε κάποιες στολές. Οι αξιωματικοί συχνά αυτοσχεδιάζανε. Οι καπεταναίοι έμπαιναν στην αίθουσα του θρόνου (και του χορού) με τις φουστανέλες τους. Τότε άρχισε ο μέγας τραγέλαφος που κρατάει ως τα σήμερα.
[…]
Στην πραγματικότητα η φουστανέλα ήταν εντελώς βρώμικη και λιγδιασμενη με χοιρινό λίπος για να είναι αδιάβροχη. Δε χρειάζεται να υποδείξω το: φουστανέλα μου λερή (ή φουστανέλα με γαζί)/ ποιος Λεβέντης σε φορεί, αφού ξέρουμε ότι τα παλικάρια χρησιμοποιούσαν τις δίπλες της φουστανέλας σαν πετσέτα για να σκουπίζουν τα χέρια τους και σαν πατσαβούρα για να καθαρίζουν το χαρμπί και τα μαχαίρια τους. Στην στρατιωτική ζωή Εν Ελλάδι συναντάμε δύο φορές το χαρακτηρισμό φουστανέλα κατάμαυρος!