Ο Γιάννης Τσαρούχης στη Νεφελοκοκκυγία
Το 1959 κάνει πρεμιέρα η επεισοδιακή και μνημειώδης παράσταση “Όρνιθες” του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, μουσική του Μάνου Χατζιδάκη, χορογραφίες της Ραλλού Μάνου και φυσικά σκηνικά από τον Γιάννη Τσαρούχη. Η παράσταση αυτή κατέβηκε την επόμενη κιόλας μέρα με απόφαση του υπουργού Προεδρίας Κ. Τσάτσου. Οι λόγοι της απαγόρευσης ήταν από την μία η “ατελής” παραγωγή της, για παράδειγμα ο Τσαρούχης έστρωσε ένα μπλε χαρτόνι τελευταία στιγμή στο δάπεδο της σκηνής για ουρανό, το οποίο όμως κατακομματιάστηκε γρήγορα από τις κινήσεις του Χορού. Από την άλλη, η παράσταση “προσέβαλε” το θρησκευτικό αίσθημα του κοινού, καθώς μία μειοψηφία του αναφώνησε όταν είδε τους αρχαίους ιερείς ντυμένους με χριστιανικά ράσα και τον Χορό να ψάλει βυζαντινά “αμήν”. Αυτή όμως η ανορθόδοξη διασταύρωση της αρχαιότητας και του Βυζαντίου, της αττικής κωμωδίας και της νεολληνικής παράδοσης είναι αυτό που “δικαίωσε” εν τελει την παράσταση, όταν ανέβηκε ξανά το 1962 (κερδίζοντας βραβείο στο Φεστιβαλ των Εθνών στο Παρίσι και το 1975 ( στην Επίδαυρο). Και για να καταλάβουμε καλύτερα πώς ενώνονται πηγαία και εναρμονίζονται αυτές οι επιρροές πρέπει να δούμε από πιο κοντά το έργο του Γιάννη Τσαρούχη.

Ο Γιάννης Τσαρούχης, γεννήθηκε το 1910, σ’ένα νεοκλασσικό του Πειραιά. Μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια, που του προσέφερε την “κατάλληλη” καλλιτεχνική παιδεία της εποχής. Αρχικά, σπουδάζωντας στην Ανώτερη Σχολή Καλών Τεχνών δίπλα στον Παρθένη και τον Πικιώνη και αργότερα στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των ιμπρεσιονιστών και μελέτησε την Αναγέννηση. Και όμως το έργο του Γιάννη Τσαρούχη δεν είναι μόνο αυτό, ο ίδιος μαγεύτηκε από μικρή ηλικία από την ελληνική πραγματικότητα και τέχνη. Γνωρίζοντας τον Κόντογλου εντρύφησε στην βυζαντινή παράδοση, από τον Σπαθάρη μελέτησε τον Καραγκίοζη και από τον Θεόφιλο έμαθε να θαυμάζει την λαϊκή ζωγραφική. Μεγαλώνοντας στον Πειραιά ήρθε σε επαφή με το θέατρο του δρόμου, οι πρώτες του αναμνήσεις ήταν να κρυφοκοιτάζει την παντομίμα και τους λαϊκούς θιάσους και να “στήνει παραστάσεις” με τα άλλα παιδιά. Δεν θα ξεχάσει ποτέ αυτές τις εικόνες και θα υπηρετήσει το θέατρο ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος, συμμετέχοντας σε εκατοντάδες παραγωγές όπου θα συνεργαστεί με σημαντικούς καλλιτέχνες όπως η Μαρία Κάλλας, η Κατίνα Παξινού, ο Αλέξης Μινωτής, ο Μιχάλης Κακογιάννης, ο Jules Dassin και o Franco Zeffirelli.

Με τον Κάρολο Κουν συνεργάστηκαν για πρώτη φόρα στις παραστάσεις της Λαϊκής Σκηνής το 1936 που ίδρυσαν μαζί με τον Διονύσιο Δεβάρη. Τους συνέδεε μία κοινή καλλιτεχνική ιδεά, αυτή της ¨ελληνικότητας” ή του “λαϊκού εξπρεσιονισμού” όπως τον ονόμασε ο Κ.Κουν. Θέλησαν δηλαδή να παρουσιάσουν το αρχαίο θέατρο ιδωμένο μέσα από τα βιώματα της νεολληνικής ζωής, επηρεασμένο από την βυζαντινή παράδοση, τα λαϊκά έθιμα και με γνώμονα το πολιτιστικό και πολιτικό περιβάλλον της εποχής.Έτσι, το αρχαίο θέατρο έρχεται πιο κοντά στον θεατή χωρίς όμως το έργο να φτάσει να είναι μία εμπορική επιθεώρηση ή μία γραφική ηθογραφία.

Η σκηνογραφία και η ενδυματολογική προσέγγιση του έργου αντικατοπτρίζουν αυτό το “καλλιτεχνικό όραμα” των δημιουργών του. Ο Τσαρούχης εμπνέυστηκε τα σκηνικά από τους λαϊκούς θιάσους και τα λαϊκά πανηγύρια και στόλισε με σημαιάκια και φωτάκια το απλό κατά τα άλλα σκηνικό. Τα υλικά της σκηνής ήταν ευτελή, κυρίως καραβόπανα και ξύλινοι πάσαλοι, αλλά η ποιότητά τους δεν τον απασχολούσε γιατί θεωρούσε ότι στην παράσταση μεταμορφώνοταν.
Αυτά βέβαια που έμειναν στην ιστορία, ήταν τα κουστούμια του χορού, οι Όρνιθες. Ο Τσαρούχης τα άλλαξε τρεις φορές σε κάθε επανεκτέλεση του έργου για να τα τελειοποιήσει. Στην πρώτη παράσταση, εμπνεύστηκε από την χρήση των φτερών στα ενδύματα των Ιθαγενών της Αμερικής και την κίνηση τους πάνω στον χορό. Την δεύτερη φορά τα απλοποίησε για να θυμίζουν πραγματικά πουλιά, όπως περιγράφονται γλαφυρά στο έργο, αλλά την τρίτη φορά ξεκλείδωσε το νόημα της εμφανισής τους. Ζωγράφισε μόνος του με εκφραστικές πινελιές τα πολύχρωμα φτερά πάνω στα κουστούμια, όχι για να μοιάζουν με συγκεκριμένα πουλιά, αλλά για να θυμίζουν παιδικά κουστούμια για τις απόκριες. Τα σώματα πολλών χορευτών έμοιαζαν σχεδόν γυμνά, αφού το γυμνό ανθρώπινο σώμα όπως και στο ζωγραφικό του έργο αποτελούσε πάντα θεματικός άξονας. Αποκωδικοποιώντας τα κουστούμια, μας ανοίγεται ο θησαυρός επιρροών του Τσαρούχη, η μεγάλη εγκυκλοπαίδεια εικόνων και γνώσεων που κατείχε. Τα κουστούμια θυμίζουν μαζί την αρχαία ζωγραφική, την βυζαντινή παράδοση (βλ ράσα ιερέων), την ιμπρεσιονιστική τέχνη και την λαϊκή πραγματικότητα. Αποτελούν σύνολο μιας πολύχρωμης, κωμικής, ζωντανής παράστασης που μοιάζει σαν να έχει στηθεί αυθόρμητα από έναν λαϊκό θίασο.
Αν μάλιστα βάλουμε τα κουστούμια από την παράσταση δίπλα σε απεικονίσεις υποκριτών και πουλιών σε αρχαίους αμφορείς, οι ομοιότητες είναι εμφανείς. Για παράδειγμα, στις φωτογραφίες α βλέπουμε πόσο παρόμοια είναι τα λοφία των πουλιών και τα υφάσματα που αγκαλιάζουν το σώμα τους. Στις σκηνές τώρα των θεών χρησιμοποιήθηκαν και επαναφευρέθηκαν τα χαρακτηριστικά προσωπεία της αττικής κωμωδίας (βλ φωτογραφίες β). Μπορούμε επίσης, να αναγνωρίσουμε ομοιότητες στα αρχαία και στα σύγχρονα ενδύματα στις φωτογραφίες γ, ιδαίτερα τα φτερά των πουλιών είναι το ίδιο πλουμιστά και πιτσιλωτά. Όλα αυτά μαρτυρούν την έρευνα και την αφοσίωση του καλλιτέχνη στην αρχαία τέχνη.



Και όσο μελετημένα και εμπλουτισμένα με ιστορικές αναφορές είναι τα σκηνικά και τα κουστούμια της παράστασης άλλο τόσο πιο κοντά τα νιώθουμε στο σήμερα. Είναι αυτό το κράμα της “ελληνικότητας” που ενέμπνεε τον Γ. Τσαρούχη να δημιουργεί, γιατί βρήκε τον Ερμή του Πραξιτέλους μέσα στα αθηναϊκά καφενεία και το παιδικό καρναβαλί μέσα στον Αριστοφάνη.
Πηγές:
https://www.nationalgallery.gr/el/zographikh-monimi-ekthesi/painter/tsarouhis-giannis.html
https://tsarouchis.gr/el/βιογραφία/
https://www.lifo.gr/culture/theatro/ap-skonaki-toy-tsaroyhi-ornithes
https://www.kathimerini.gr/culture/328355/oi-ornithes-toy-koyn-miso-aiona-meta/
https://totheatro.blogspot.com/2013/09/koynaristofanis.html