Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω η ιστορία της Ευαγγελίας Μάνου

Στη ζωή του ήταν ένας επαναστάτης. Ένας επαναστάτης, που μπρος στο άδικο δε μίλησε ποτέ. Αρέσκονταν στα μεγάλα λόγια, μα τα σωθικά του ήταν καμένη γη. Καιρό τώρα, το μένος του ήταν μεγάλο, για έναν απροσδιόριστο εχθρό, που γυρνοβολούσε σε κάθε του κίνηση, κάθε του ανάσα. Σηκώθηκε βιαστικά από το κρεβάτι, φόρεσε το θάρρος της απόφασης και ξεμύτισε από το σπίτι, κλείνοντας με μανία την πόρτα. Στη συνέχεια, κατευθύνθηκε προς το καφενείο του παραθαλάσσιου οικισμού, όπου έμενε τον τελευταίο καιρό. Μουδιασμένος, σήκωσε τα μανίκια του λευκού του πουκαμίσου και έγειρε το κεφάλι, μετρώντας προσεκτικά τα βήματά του, μην και τα ξεχάσει. Σαν έφτασε στο καφενείο, ο βγαλμένος από τη χόβολη καφές, τα καλέσματα των ντόπιων, μαρτυρούσαν την παρουσία του και του ‘γνεφαν να σταματήσει. Χαιρέτισε με ένα αδιάφορο νεύμα και συνέχισε τον δρόμο του προς τη θάλασσα.
Πρωτού το καταλάβει, η άμμος είχε αρχίσει να μπαίνει στα παπούτσια του. Τα ξεφορτώθηκε με βιασύνη και περπάτησε προς αυτήν. Ήταν αποφασισμένος να παραδοθεί στη γαλήνη της. Έβγαλε από την τσέπη του ένα μαχαίρι, έκοψε την μπλούζα του σε δυο κομμάτια, τα γέμισε με άμμο και τα ‘δεσε γι’ αντίβαρο γύρω απ’ τους αστραγάλους. Γρήγορα κατάλαβε πως ότι ήταν να γίνει, έπρεπε να γίνει γρήγορα.
Πέταξε το μαχαίρι στην άμμο και με μεγάλες δρασκελιές μπήκε στο νερό, ώσπου έφτασε σ’ απάτητα νερά. Άφησε το κορμί του ελεύθερο και τη σκέψη του κενή. Σ’ αυτό το συναπάντημα ελευθερίας και ολέθρου, το σώμα του άρχισε να αντιδρά. Ένιωθε τα χέρια του να κινούνται άτσαλα, την καρδιά του να πάλλεται δυνατά και τη θέληση για ζωή να υπερτερεί. Κοίταξε στην ακροθαλασσιά και είδε να σχηματίζεται η όψη ενός θολού, μα και γνώριμου προσώπου. Τότε συνειδητοποίησε, πως έπρεπε να δώσει τέλος στο μαρτύριό του κι άρχισε να κολυμπά με όλη του τη δύναμη.
Μετά από λίγο, βγήκε στην ακτή, με τα γόνατα στραμμένα στην άμμο, σήκωσε ψηλά το βλέμμα του και με βαριές ανάσες τόλμησε να πει: «Συγγνώμη παιδί μου.». Είχε χρόνια να τον δει. Κάποτε τον είχε διώξει από το σπίτι σ’ έναν μεγάλο τσακωμό κι έκτοτε με τον καημό του ζούσε μέρα και νύχτα. Ο απρόσμενος επισκέπτης, πήρε το μαχαίρι από το έδαφος κι έκοψε τα πανιά από τα πόδια του. Καταλάθος κι αγωνιώντας να τον απεγκλωβίσει από τα δεσμά του, χάραξε λίγο από το δέρμα του.

Τον αγκάλιασε σφιχτά, σαν να τον συγχωρούσε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια
κι εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι επάνω στην άμμο.

Συντονιστείτε με την Ευαγγελία Μάνου σε Facebook και Instagram