Adagio

Την εποχή εκείνη δεν γνώριζα πώς οι άνθρωποι διεκδικούν την ελευθερία τους•

αλλ’ ούτε να μιλήσω μπορούσα,

να πω κοιτάξτε με είμαι εδώ ανάμεσό σας,

παίζω με τον ουρανό, κυλιέμαι στα πατώματα, κολυμπάω γυμνός•

μόνο να χαμογελάσω μπορούσα –

ήταν αρκετό.

Άνθρωποι με πλησίαζαν και με καταδικάζανε•

ένιωθα τότε το χρυσαφί χρώμα της σιωπής

και χαιρόμουν αυτήν την καταδίκη μου.

Χαμογελούσα και με πλησίαζαν,

χαμογελούσα και με πλησίαζαν.

Κάποτε ήταν οι θλιμμένες Κυρίες της εκεί

γειτονιάς, άλλοτε τα παιδάκια που παίζουν•

πάντοτε ήτανε τα παιδάκια που παίζουν.

Ύστερα, θα ερχόταν ο ταχυδρόμος•

πώς να μιλήσεις με έναν ταχυδρόμο;

Έμαθα να διαβάζω γράμματα άλλων γιατί δεν χρειαζόταν να δώσω απάντηση –

χαμογελούσα και με πλησίαζαν.

Η μεγάλη πλατεία

Βρεθήκαμε πάλι στην μεγάλη πλατεία·

αν την κοιτάξεις προσεκτικά βλέπεις –

βλέπεις τους ίδιους ανθρώπους

τα ίδια πρόσωπα να περνούν

να κάθονται να τρώνε πασατέμπο

και τα ίδια δέντρα τα ίδια πουλιά

ν’ απλώνονται σ’ ένα τοπίο

απαράλλαχτο

καθώς οι καμπάνες της πόλης ηχούν

όπως ηχούσαν πάντοτε.

Δεν άλλαξε η πλατεία·

εμείς όμως –

εμείς που ήμασταν εδώ για χρόνια

εμείς που βαδίσαμε στα στενά αυτά

τα βλέπουμε τώρα με άλλα μάτια

παραδομένοι στην βιασύνη της ζήσης μας

που δεν περιμένει μήτε τα δέντρα

μήτε τα πουλιά αλλά μήτε και

τον άνθρωπο.

Βρεθήκαμε πάλι στην μεγάλη πλατεία

ξένοι σαν να την βλέπουμε

και να μας βλέπει πρώτη φορά

χωρίς να μας αναγνωρίζει

χωρίς να μας θυμίζει τίποτα.

Μεταγλωσσική

Τα τραγούδια των κύκνων
και τα φτερά των αγγέλων
πλαισίωναν τη μουσική συμφωνία των όντων
καθώς οι άνθρωποι
πότε κοιτάζοντας του ήλιου την βροχή
κι όντως ο ήλιος έβρεχε
πότε ριγώνοντας των δαχτύλων την σιγή –
ο χρόνος μας κρατάει
σαν βαλσαμωμένες πεταλούδες