Μάνα πατρίδα-Σάκης Στρογγύλης
Το ποίημα του Σάκη Στρογγύλη με τίτλο ”ΜΑΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ” γράφτηκε με αφορμή την επέτειο των 200 χρόνων από την επανάσταση του 1821 και συμπεριλαμβάνεται στην ανάλογη ανθολογία της Διεθνούς Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών η οποία πρόκειται να κυκλοφορήσει μέσα στην άνοιξη του 2021.
Η ποιητική του συλλογή με τίτλο ”ΝΙΦΑΔΕΣ ΣΤΑΧΤΗΣ” εκδόθηκε τον Αύγουστο του 2020 και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ”Εντύποις”. Παράλληλα έχει αναπτύξει έντονη συγγραφική δραστηριότητα στον τομέα του θεατρικού κειμένου και τη σκηνοθεσία.
ΜΑΝΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
Πατρίδα, μάνα μου βασανισμένη,εσύ,
πλύστρα σ’ ανήλια καλντερίμια λασπωμένα…
Στα γόνατά σου καθισμένη τα τριμμένα
για χρόνια πένθιμους σκοπούς μοιρολογάς
και τρίβεις το ένδυμα της λευτεριάς με αίμα
για να ξεβγάζεις τους λεκέδες της σκλαβιάς…
Έχεις παιδιά από καιρό μεγαλωμένα
κι όλο γεννάς…
(Πού θα τα πάς τέτοιον καιρό τα ευλογημένα
που ‘ναι τα τοίχια στο καλύβι ρημαγμένα
και μπάζει άγρια τη νύχτα ο βοριάς;…)
Να μην ξεχνάς μάνα, την πρότερή σου γέννα
Μέτρα και ζύγιαζε μ’ ακρίβεια τον καιρό…
Πήγα και γύρεψα τ’ αδέρφια τα χαμένα
κι έχω μαντάτα μαζεμένα να σου πώ:
Ψωμοζητάει στα φανάρια ο Αντρέας
μα το καλύβι στους προστάτες δεν πουλά
και των σκοπών τα γράμματά τους τα ψιλά,
δεν καταδέχτηκε ο Γιάννης να τα μάθει,
μαθαίνει γράμματα αλλιώτικα και γράφει-
την ιστορία σε κοινά ελληνικά.
Ο Θοδωρής γερνάει κάπου στο Μοριά,
μια τον πετούν στη φυλακή, μια τον δοξάνε…
Μια νύχτα ύπουλα το Ρήγα σου κρεμάνε
κι ύστερα λένε πώς δραπέτευσε κρυφά…
Σε ξεγελάνε – μάνα σήκω – είν’ αργά!
…Εκεί που έπεσε ο Μάρκος και ο Γιώργης,
στρώσαν’ οικόπεδα και ρίξανε μπετά
για να πουλάνε την πραμάτεια οι προστάτες…
κι εσύ βαστάς στις κουρασμένες σου τις πλάτες
τ’ απομεινάρια απ΄την κλεμμένη σου σοδιά…
…Μάνα, τα τέκνα σου τα έχουνε ταμένα
ή στο γκρεμό να πορευτούν, είτε στο ρέμα
κι εσύ ελπίδες κομποδένεις κι αγροικάς…
Μάνα μου Ελλάς, εσύ που εύκολα σ’χωρνάς-
σε ξερονήσια και βουνά είναι σπαρμένα
τ’ ανταρτολείψανα της ύστερης φουρνιάς…
‘Σύ που τ’ ανάθεμα στα δόντια σου κρατάς
και στήβεις ρούχα μες στη σκάφη ματωμένα,
να μη λυγάς-
-όταν σε παίρνουν γελαστοί με το καλό
και στρώνουν δάφνες να περάσεις δοξασμένη…
Με τα στολίδια παραχώνουν το σκοπό
κι εγκωμιάνε κάποια έννοια αφηρημένη…
Να μη ξεχνάς!
Οι αφεντάδες είτε ντόπιοι, είτε ξένοι
δε λογαριάζουν για πατρίδα τους καμιά…
κι εσύ που έθαψες και θρήνησες παιδιά
θα’ σαι γι’ αυτούς μόνο μια πλύστρα γερασμένη
ώς τα στερνά…
Σε πολεμάνε – μάν’ απόπλυνε και σήκω!…
Ίσα που έγειρες για λίγο το κορμί
κι αυτοί ξημέρωμα εκτέλεσαν το Νίκο
την Κυριακή…
Πολέμα μάνα, μη σαστίζεις στηλωμένη!
Αυτοί δεν έχουνε πατρίδα τους καμιά,
πατρίδα έχουνε μονάχα οι σκοτωμένοι
κι οι γεννημένοι με τη μοίρα του ραγιά.
Άσε τη σκάφη μάνα, λύσε τα μαλλιά!
Η γαλανόλευκη στολή η γαργιασμένη
μόνο στα χέρια σου θ’ αστράψει αληθινά…
Μόνο στα χέρια τα δικά σου η λευτεριά
θ’ ανατραφεί και θ’ αντρειέψει ριζωμένη.
Έτσι μονάχα θ’ αληθέψει…
κρατημένη-
στα χέρια όλων των ραγιάδων του ντουνιά.