Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω το κείμενο της Κατερίνας Δερδελάκου

Τον κυνηγούσαν ώρα. Είχε αρχίσει να σουρουπώνει και εκείνος να κουράζεται και να τα χάνει. Δεν είχε άλλη πλάκα σκέφτηκε. Βέβαια δεν έπρεπε να τα βάλει κάτω, αλλά να δείξει σθένος και κουράγιο, γιατί έτσι κάνουν οι άντρες όπως όλοι του είχαν πει. Παιδιά που μεγαλώνουν σε τόσο στενούς κύκλους και σε ομάδες με δικούς τους κανόνες και άτυπα έθιμα, αναπτύσσουν δικούς τους κώδικες για την αλληλεγγύη, για την αφοσίωση και τον ηρωισμό.


Του άρεσε να ζει εδώ στα ύψη, στην κεντρική οροσειρά. Έχει ταιριάξει το κλίμα με όλους τους άλλους που θέλουν να αισθάνονται ότι ανήκουν, ότι προσφέρουν. Ήταν μια μεγάλη οικογένεια. Ήταν πραγματικά αδέρφια. Οι περισσότεροι ζούσαν πλήρως αυτάρκεις, αλλά ήξεραν να μοιράζονται. Εργάζονταν σαν μηχανή καλοκουρδισμένη στα αλατωρυχεία της ορεινής περιοχής τους με βάρδιες που εναλλασσόταν.

Τα ξέθωρα σταχτιά του μάτια ήταν γεμάτα πόνο. Είχαν φτάσει στις όχθες του ποταμού και φώναζαν και ούρλιαζαν όλοι μαζί δυνατά συνθήματα, τραγούδια. Ήταν όλοι οι μεγάλοι της ομάδας, με τα πάλλευκα κρανία, τις γαλάζιες γραμμές στους κροτάφους, την ωριμότητα. Ήταν ντυμένοι εκείνες τις μέρες που «βάπτιζαν» το νέο αίμα. Εκείνος πάλι, ανήκε στη νέα γενιά, είχε μια χαίτη μακριά σαν την πυρόξανθη κοιλάδα που έβλεπε σε αμερικάνικα βιβλία.

Τον άρπαξε ο θείος και με το βικτωριανό μαχαίρι του, έκοψε την πρώτη τούφα. Έπειτα και άλλη μία με σβελτάδα για να μην τους ξεφύγει και αρχίσει το κυνήγι. Μετά ακολούθησαν κι όλοι οι άλλοι. Φίλοι, απλοί γνωστοί. Όσο μειώνονταν οι τούφες που του έκοβαν με προσήλωση και προφανή σεβασμό, μειωνόταν και ο κόσμος γύρω του. Άλλοι τον πονούσαν με άγαρμπες και τραχιές κινήσεις και άλλοι του χάρασσαν ακόμη και τη σάρκα. Όταν το μαχαίρι έφτασε στο τέλος στα χέρια του πατέρα του, δεν είχε μείνει ίχνος τρίχας. Το κρανίο του μες τις πληγές. Γύρω από τα αυτιά και στους κροτάφους γεμάτο κενά. Ο πατέρας ασταμάτητος, έκοψε ότι απέμεινε κι συνεχώς έσταζε αίμα. Και ξαφνικά τελείωσαν και σταμάτησαν. Η τελετουργία πέτυχε.


Ο μικρός ήταν έξυπνος και το αντιλήφθηκε άμεσα. Είχε καταφέρει να αντισταθεί για περισσότερη ώρα από κάθε άλλον συνομήλικο του. Στον οικισμό θα τον αντιμετώπιζαν με δέος και το κυριότερο με σεβασμό. Αλλά το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν αυτή η νέα σπίθα στο βλέμμα του πατέρα του. Η καινούρια σχέση μεταξύ τους που μόλις είχε γεννηθεί. Ήταν αν μη τη άλλο περήφανος κι αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόμουν καθ’ όλη τη διάρκεια. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.