Αλκυονίδες μέρες
-Θα πάρω τηλέφωνο την Αλκυών! Θα την πάρω οπωσδήποτε! Λόγια του πατέρα μου που ακούστηκαν με αντίλαλο από τα ηχεία του υπολογιστή μου.
Βλέπεις στις μέρες μας ,που η τεχνολογία κάνει θαύματα, η μικρούτσικη κάμερα στο άνω χείλος αυτής της εξελιγμένης γραφομηχανής, μπορεί να σε μεταφέρει όπου θες, να δεις ότι θες και όποιον θες ,να είσαι παντού και πουθενά. Με άλλα λόγια ,οι γονείς μου στην προσπάθεια τους να μεγαλώσουν κι άλλο το πείσμα τους για μεγαλομανία αξιών και υλικών , κάτι που εκείνοι ονομάζουν εξέλιξη ή ίσως πιο σωστά ένα καλύτερο μέλλον, μετακόμισαν στην Γερμανία 8 χρόνια πριν ,και ζούνε έκτοτε εκεί. Μικρή απώλεια στη διαδρομή τους, ο εαυτός μου , σε ηλικία πάλι εύθραυστη.
Τις τελευταίες μέρες μοιράστηκα μαζί τους μια καινούργια μου καταναγκαστική στην αρχή, ανάγκη ,για ξέσπασμα θα έλεγε κανείς , την αποτύπωση κάποιων∙ ποτέ όλων, συναισθημάτων μου στο χαρτί. Δεν είχαν ιδέα, αλλά ούτε και ‘γώ. Βέβαια είναι κάποιες μέρες που η ανάγκη να ακούσεις λόγια καλά σε παρασύρει και αποκαλύπτεις πτυχές του δικού σου κόσμου , σε άτομα άλλου κόσμου. Δεν αναφέρθηκα όμως καθόλου και στη συναισθηματική κατάστασή μου , που έθρεψε όλα αυτά μαζί. Απογοητευμένη , μολυσμένη , ξερή και μαύρη από έρωτα , αλλά και πανδημία, ο νους μου μέρες τριγυρνούσε ματαιόδοξα στο παρελθόν, με μόνο μέλλον το παράθυρο που βλέπει στην αυλή μου, και τουλάχιστον αναγνωρίζεις την αίσθηση της όρασης και την χρηστικότητα της .
Τους έκανα μια μικρή ανάγνωση κάποιων σκέψεων μου , που είχα γράψει με στυλό ,στο μικρό μου το τεφτέρι. Γιατί ποια είμαι εγώ να τα ονομάσω ποιήματα. Η μητέρα μου , έμεινε κυρίως στο γεγονός να μάθει επί τη ευκαιρίας πράγματα για την προσωπική μου ζωή. Έβρισκε και τρύπωνε την φωνή της ανάμεσα στις ανάσες που έπαιρνα για να διαβάζω με στόμφο και ζωηράδα, να φαίνεται όμως και σοβαρό στην οικογένεια πάντα∙ αυτό που κυρίως εκείνη προβλημάτιζε. Ο ήχος ερχόταν πάλι με αντίλαλο και άκουγα με πολλαπλασιασμό αυτό που δεν ήθελα να ακούσω από κανέναν.
-Είσαι ερωτευμένη; Πες μας για ποιον το έγραψες αυτό;
Και η φωνή αυτή , με την πρόταση αυτή , ήρθε στα αυτιά μου από την Γερμανία τυλιγμένη με κορδέλα, ίσα με πέντε φορές.
Πήρα ανάσα όμως και συνέχισα, να μην το μεγαλώσω , να μη μαρτυρήσω με το στόμα , λες και τα μάτια δεν ξέρουν, δεν μιλάνε αυτά. Ή λες και η μάνα δεν καταλαβαίνει το παιδί της.
Σε όλη αυτή τη βραδιά ανάγνωσης θα την ονομάσω, ο μπαμπάς μου λιγομίλητος τα κατάλαβε όλα.
Δεν εστίασε στα μάτια , έκανε το ανάποδο. Κοίταξε το στόμα μου , τις λέξεις μου, σαν να διάβασε για λίγο την καρδιά μου. Όση μπορούσε. Γιατί η Γερμανία είναι και αυτή μακριά.
Σαν μελετητής, παρατηρητής και μεγάλο θύμα της ζωής ,μου έκανε διενέξεις για μικρά ασήμαντα λαθάκια. Με πρόσεχε θα έλεγε κανείς, σαν να έχω γράψει έργο πολύ σημαντικό.
Μου είπε όπως κάθε άλλο να μη το αφήσω , να το κυνηγήσω, να κάνω ότι μπορώ.
Μου είπε πως θα επικοινωνήσει με έναν γνωστό του στις εκδόσεις Αλκυών.
Είδε την χαρά μου που προσπάθησε να βγει για λίγο, να εδώ μέχρι την αυλή, τόσο μπορούσε. Είδε όμως και κάτι άλλο. Αυτό που τόσο απελπισμένα μάλλον έψαχνα να ακούσω , και οι τοίχοι δυστυχώς μιλιά δεν έχουν, ούτε μάτια για να δουν.
Εκείνη την στιγμή τον άκουσα να λέει δυνατά πόσο όμορφη είμαι, αλλά δεν ήταν δυνατά.
Ο ήχος δεν είχε χαλάσει , ούτε το είπε με κινήσεις για να τον προσέξω στην αφηρημάδα μου για επιζήτηση προσοχής .
Είπε κάτι απλό.
-Παιδί μου είσαι πολύ όμορφη!
Που με τα σωστά αυτιά και τη σωστή καρδιά, θαρρείς πως κάποιες αλκυονίδες μέρες θα έρθουν. Και το πιστεύεις. Και θα έρθουν!
Λεμονιά Καψάλη