Γράφει η Άννα Τσίγκανου.

Κάποτε ανταλλάξαμε πολλά. Κάποτε σου χάρισα ακόμα περισσότερα. 360° σε τροχιά πορτοκαλί κύκλωσαν στο χάρτη μου εσένα. Επιστράτευσα όλες τις αποχρώσεις σου και πότισα τα σύννεφα με γεύσεις των φιλιών σου. Τα χέρια μου σ’ έντυσαν γυμνή και ο ουρανός ζήλεψε την ξαστεριά σου. «Άννα!», φώναξα. «Αν-να…υπόθεση και προτροπή μαζί!», ψιθύρισα γοητευμένος στον εαυτό μου. «Κακέκτυπο των προσδοκιών σου!» δεν άργησαν να μου ψελλίσουν οι σιωπές σου. Πράγματι…

Το χάδι μίλησε,

κλωστή, για να υφάνεις τα όνειρά μου,

το χέρι μου γαντζώθηκε

στα αγκάθια του κορμιού σου, αχ πώς πονάω!

Το δάκρυ κύλησε,

οι σκέψεις πλημμύρισαν το μυαλό μου,

η όψη σου αντίκρισε

τα μάτια της ψυχής μου, αχ πώς σε θέλω!

Το βλέμμα τύλιξε

με φλόγες παγωμένες την σκιά σου,

εσύ κι εγώ φωτιά που ξέσπασε

σαν μέθη ο καπνός της να μας σβήσει.

Οι αναμνήσεις πλέον μας γνέφουν

μα εισιτήριο επιστροφής δεν έχουν,

δίχως κατάρτι το μαζί

ο ελλιμενισμός τους λαθραία προσμονή.

Κάνεις να σηκώσεις των λαθών μας την απόχη

-μάταια-

της ζωής μας την αντίπερα όχθη

νέμονται πλέον στραγγισμένα όλα σου τα «όχι»!

Πως το χθες μας αγέννητο αφήσαμε μου λες, κι αυτό τρέχει -μεταμφιεσμένο σε ελπίδα- στο παρόν μας να χωρέσει, μια ανάσα να πάρει, να ξαποστάσει από το κυνηγητό με την ανυπαρξία. Θα προλάβει; αναρωτιέμαι. Έχω ήδη αρχίσει να ζωγραφίζω χωρίς χρώματα και να σιωπώ με ήχους. Ίσως πια η φαντασία μου να αναπνέει καλύτερα στο κενό. Άλλωστε εγώ πάντα σε θάλασσες και αγκαλιές, εκεί ήθελα να πνίγομαι. Κι εσύ μ’ άφηνες να βουτώ. Εσύ, που αν στα μάτια μου κολυμπούσες αυτή την στιγμή, θα είχες βουλιάξει.

*Φωτογραφία της Άννας Τσίγκανου από τη Σκόπελο.