Master class συγγραφής: Η ιστορία της Εμμανουέλας Μαθιουδάκη
Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!
Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.
Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
Παρακάτω η ιστορία Εμμανουέλας Μαθιουδάκης
Σου γράφω αυτό το γράμμα μετά από 4 χρόνια για να σου πω όλα αυτά που δεν σου είπα τότε. Κάποτε, αν με ρωτούσαν για σένα θα ορκιζόμουν πως ήσουν ένα ζωντανό όνειρο μέσα στους σκοτεινούς εφιάλτες μου. Μου έδωσες χαρά, επιθυμία για ζωή και ελπίδα πως ό,τι κακό μου συνέβαινε ως τώρα θα το διέγραφες με την παρουσία σου. Κανείς ως τώρα δεν είχε αγγίξει αυτό το κομμάτι της ψυχής μου με τόση αγάπη και έγνοια. Το γέμισες χρώματα και αρώματα και έφερες μια μόνιμη άνοιξη στην καθημερινότητά μου. Ήταν ο ωραιότερος χρόνος της ζωής μου. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Εννιά μήνες μετά, εκείνο το βράδυ, γύρισες εσύ, ο αψεγάδιαστος άνθρωπος, αλλιώτικος. Μύριζαν τα χνώτα σου αλκοόλ όταν ήρθες και ξάπλωσες δίπλα μου. Ένα γυναικείο άρωμα είχε κολλήσει στο δέρμα σου και μόλις μου χάιδεψες τα μαλλιά, ανατρίχιασα στην σκέψη πως πριν είχες αγγίξει κάποια άλλη. Όμως, δεν ξέρω που πήγες. Δεν σε ρώτησα ποτέ. Έμεινα ξαπλωμένη στο κρεβάτι, κάνοντας πως κοιμάμαι. Το επόμενο πρωί σηκώθηκα και αντίκρισα εσένα να με κοιτάς πλέον με απέχθεια και μίσος, θυμίζοντάς μου πως το σκοτάδι δεν έφυγε ποτέ από μπροστά μου τελικά. Έγινες αδιάφορος, κακός, βίαιος και εγώ να νιώθω πως πατάω σε κινούμενη άμμο, που με κάθε κίνησή μου βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά. Έπιανες την αγάπη μου και την έκανες όπλο χτυπώντας με μέχρι να ματώσω. Και εγώ να μη μπορώ να σε σταματήσω. Ούτε καν εμένα δε μπορούσα να σταματήσω, ούτε να φύγω από σένα ελπίζοντας πως η επόμενη μέρα θα ήταν διαφορετική. Κάθε μέρα ξυπνούσα με την ελπίδα της επιστροφής αυτού που είχα αγαπήσει όσο κανέναν και μέχρι το βράδυ είχα χίλιες αιτίες και αφορμές να σε κοιτάξω στα μάτια, να σου δώσω την πληγωμένη αγάπη μου στα χέρια σου και να βάλω όλη μου τη δύναμη να φύγω από την άμμο που την νόμιζα για έρωτα. Βλέπεις, ακόμα και τώρα συνηθίζω να παρομοιάζω την πραγματικότητα με τον φανταστικό μου κόσμο.
Έτσι τελείωσα την ιστορία μας εκείνο το καλοκαιρινό απόγευμα κι όπως ο ήλιος έσβηνε στη θέα του σπιτιού μας έτσι σβήσαμε κι εμείς. Σε κοίταξα, σου έδωσα στα χέρια την πληγωμένη μου αγάπη κι έφυγα. Τα κατάφερα. Έμεινες εσύ να με κοιτάς. Έκτοτε, όταν μιλάω για μας, είναι σαν να αναφέρομαι σε δύο αγνώστους. Έτσι έκλεισε το κεφάλαιο αυτό της ζωής μου. Με εμένα να μετανιώνω που σε πίστεψα κι εσένα να μην μετανιώνεις για ό,τι μου έκανες. Με δύο ανθρώπους που, στο τέλος, απλώς κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.