Master class συγγραφής: Η ιστορία του Ιωάννη Πλατή
Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!
Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.
Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!
Περισσότερες πληροφορίες εδώ
Παρακάτω η ιστορία του Ιωάννη Πλατή
Η άμμος ήταν υγρή ύστερα από την ξαφνική και σύντομη μπόρα που μόλις είχε σταματήσει. Ο Γιώργος και η Κάτια ήταν βρεγμένοι και λερωμένοι παντού από το αίμα και τη λάσπη. Τα παπούτσια είχαν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο έδαφος. Κοιτούσαν σαστισμένοι το ακίνητο σώμα ξανά και ξανά. Παρόλο που ένιωθαν κατάκοποι, άρχισαν δειλά να περπατούν και να στρέφουν το βλέμμα τους τριγύρω μήπως τυχόν και κάποια περαστική ματιά τους είχε ανακαλύψει. Ένιωθαν λες και τους έδειρε η βροχή παίρνοντας εκδίκηση για το μοιραίο συμβάν. Η σιωπή έσπαζε μόνο από τον ήχο των κυμάτων. Ο άνεμος τους γαργαλούσε το πρόσωπο φέρνοντάς τους τη μυρωδιά της βρεγμένης άμμου μαζί με το θαλασσινό αλάτι. Κάποτε, αυτό το άρωμα της φύσης, γαλήνευε τις καρδιές τους. Τώρα, όμως, τους προκαλούσε μια πρωτοφανή τρομακτική αίσθηση. Ήταν η νεκρική επίγευση στην αμαρτία που μόλις είχαν διαπράξει. Η ενοχή έπεφτε σαν βαρύ φορτίο στη συνείδησή τους, καθώς κοιτούσαν το άψυχο σώμα που κείτονταν μπροστά τους, έτοιμο να το παρασύρει το νερό. Ίσιωσαν το βλέμμα ατενίζοντας τον ορίζοντα. Ο ήλιος έδυε και το χάδι του νερού στην αμμουδιά, ήταν το μοιρολόι της φύσης για την ψυχή που από στιγμή σε στιγμή θα ταξίδευε στον απέραντο ουρανό για να κοιτάξει τα πάντα από ψηλά. Καθώς το κόκκινο χρώμα του ηλιοβασιλέματος έδινε τη θέση του στη μωβ απόχρωση του λυκόφωτος, ο Γιώργος και η Κάτια άρχισαν να παρατηρούν το τοπίο. Όλα τα παιδικά τους καλοκαίρια, τα πέρασαν παραθερίζοντας με τους γονείς του σε αυτήν την παραλία και τα γύρω μέρη. Έτσι λοιπόν, όπως το φως του ουρανού σκούραινε όλο και περισσότερο, πίστευαν ότι και οι ψυχές τους από εδώ και στο εξής θα γίνονταν όλο και πιο σκουρόχρωμες. Οι ξένοιαστες αναμνήσεις από την εποχή που ήταν παιδιά, ξεπηδούσαν μπροστά τους σαν οράματα παλιά και αγαπημένα αλλά σιγά σιγά μετατρέπονταν σε τύψεις και σκιές. Μπορούσαν να διακρίνουν τις παιδικές τους φιγούρες να χάνονται στο βάθος, εκεί που η θάλασσα και ο ουρανός γίνονταν ένα. Τα μωβ χρώματα βυθίστηκαν στο ολόμαυρο έρεβος. Κάπου πολύ μακριά, πέταξαν τα τελευταία πουλιά της ημέρας . Η Κάτια προσπάθησε διστακτικά να μιλήσει. «Δεν το πιστεύω», ψιθύρισε, αλλά τα κύματα κάλυψαν με τέτοιο εκκωφαντικό θόρυβο τη φωνή της, που έμοιαζε σαν να της απαγόρευαν να μιλήσει άλλο. Κοίταξε τη λάσπη και τα απομεινάρια από τα παπούτσια τους. Οι κηλίδες αίματος που έσταζαν από το μαχαίρι, έπεφταν στην ακρογιαλιά και η θάλασσα τις έσβηνε σε δευτερόλεπτα. Σε μια στιγμή. Έτσι αστραπιαία, άλλαξαν όλα. Το αισθάνονταν. Δεν ήταν πια οι ίδιοι. Τώρα ξεκινούσε για αυτούς μια άλλη ζωή. Το σκοτάδι σκέπαζε τα πάντα πλέον. Ο Γιώργος άρχισε να παραπατάει. Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.
Συντονιστείτε με τον Ιωάννη Πλατή στο Facebook