Αναγνωριστική πτήση-Κωνσταντίνος Μπαρμπούνης
Σε μια εποχή θραυσμάτων
ψάχνω το όλον,
κυλόντας το βράχο μου αργά στην ανηφόρα·
κι άλλος τραβάει ένα σταυρό,
ελπίζοντας κι οι δυο στη λύτρωση του Γολγοθά.
Σίσυφοι!
Σε μια εποχή των άκρων,
πλάκωσαν τα άκρα μου τη μέση οδό,
πλάκωσαν τα δάκτυλα τα μάτια.
Κι όλο φοβάμαι να μη δω
κι όλο κρυφοκοιτάω απ’ τις χαραμάδες των κλειδώσεων.
Η Τρίτη οδός αιμοραγεί,
στο έδρανο ενός γραφειοκράτη,
μαζί κι οι ελπίδες του πατέρα,
μαζί κι όλα τα κάλπικα όνειρα της μαμάς
Ύστερα άθελα τους θα μου μάθουν,
ποιος φέρει την ευθύνη,
που όλοι κυλάμε ένα βράχο κι όλο πέφτει,
που όλοι τραβάμε ένα σταυρό ψάχνοντας την Οδό,
που όλοι στο τέλος θα επιστρέφουμε στα ίδια λιμάνια
μέσα στις κάσες των φαντάρων της Κορέας.
Και πως τα όνειρά μας,
αχρωμα και κάλπικα κι αυτά
και προμελετημένα,
δίχως σκέψη αγοράστηκαν
στο ξεπούλημα ή
δευτερο χέρι,
θραύσματα επιθυμιών,
ανίκανα να χορτάσουν την
όρεξη για
αγκαλιά,
ικανοποίηση
κι αγάπη.
Γίναμε αριθμοί
σε μια εποχή αριθμών.
Κι εχθροί σε μια εποχή των άκρων.
Γίναν οι φίλοι μου
γυναίκες και άντρες,
Τα δάκρυα κεχριμπάρι
βαραίνουν τους μαύρους κύκλους, που στολίζουν
τα πιο ελκυστικά βλέμματα.
Κι ό,τι τ’ ανάλαφρο,
ό,τι τ’ ωραίο
θυμίζει πόνο,
νοσταλγία
κι απότομο ξύπνημα –
σαν την εικόνα του νεκρού στον ύπνο,
βαρύς μονόλογος, συρτός,
να απαθανατίζει όσα χάσαμε.
Σαν αριθμός ψάχνω το σύνολο
την ένωση, που έρχεται
τη μεγάλη εικόνα
Και σαν φτερούγα
αγκαλιάζω τον αέρα
και τα ρεύματα.
Καβαλικεύω δυο χιονονιφάδες.
Δυο χιονονιφάδες
σε μια εποχή θραυσμάτων.
Πάνω από σταυρούς σισυφίζοντες,
δροσίζοντας με ιδρώτα τον κόπο μας
και πάντα σ’ ένα
Υψηλό πρόταγμα
ν’ αποζητώ.