5 Απριλίου, Πανελλήνια Ημέρα Προσφύγων – Μέσα από τέσσερα ποιήματα
Από το 1994 καθιερώθηκε η 5η Απριλίου ως Πανελλήνια Ημέρα των Προσφύγων. Η πρωτοβουλία ανήκε σε μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, στο Οικουμενικό Πρόγραμμα Προσφύγων της Εκκλησίας της Ελλάδας, του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης και του Γραφείου της Αθήνας της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ.
Για την Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία η ημέρα αυτή, εφόσον η προσφυγιά αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του σύγχρονου ελληνικού κράτους. Το 1922 εκατομμύρια Έλληνες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Ανατολική Θράκη ήρθαν πρόσφυγες στον ελεύθερο βαλκανικό νότο.
Κ.Χ. Μύρης, «Η στάχτη που ταξίδευε» (1992)
«Τις πρώτες μέρες, τρυπώσαμε στα σπίτια πανικόβλητοι.
Κατεβάσαμε τα παντζούρια, μανταλώσαμε τα παράθυρα,
Σφραγίσαμε με κουρέλια τις ρωγμές των τοίχων,
Βάλαμε στους ρόζους κερί,
Κολλήσαμε σταυρωτές ταινίες στα ραγισμένα τζάμια,
Γυρίσαμε και δυο και τρεις φορές
Το κλειδί στην κλειδαρότρυπα.
Του κάκου.
Γέμισαν τα δωμάτια καπνό και στάχτη.
Η πόλη καιγόταν απέναντι.
Τον Αύγουστο με το μελτέμι,
Ταξιδεύουν οι εφιάλτες ταχύπτεροι.
Ο καπνός και η στάχτη
Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
Θολώναν τους καθρέφτες,
Κρέμονταν στα δοκάρια
Και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη
Ποτίζαν τους τοίχους,
Καθίζαν πάνω στα έπιπλα,
Θολώναν τους καθρέφτες,
κρέμονταν στα δοκάρια
και κατοικούσαν στις χαραμάδες.
Ο καπνός και η στάχτη
Τρυπώναν στο κατώι,
Κατασταλάζαν στα γεννήματα
Πήρε μια γεύση στυφή το κρασί,
Τ’ αλεύρι πίκριζε
Και το ψωμί στο στόμα λάσπωνε.
Πού και πού, η γλώσσα μας
Ανίχνευε τη στάχτη
Κι ανάμεσα στα δόντια
Ξεφύτρωναν μικρά κάρβουνα. […]
Η πόλη που κάηκε
ξαναγεννήθηκε στην άλλη όχθη…
Ένα με το κορμί μας,
κυλάει μες στο αίμα μας.
Κι όταν ονειρευόμαστε,
περιδιαβάζουμε στα περιβόλια της
και σεργιανάμε στις πλατείες.
Κάθε φορά που πιάνουμε τραγούδι,
είναι τα λόγια μας σταχτιά
κι η μουσική παράπονο,
σαν πυρκαγιά, που κουβαλάει το μελτέμι.
Η πόλη της Ανατολής
μας κατοικεί
κι εξήντα τώρα χρόνια
μας δικάζει».
Κωστής Παλαμάς, «Ανατολή»
«Πέρα ως πέρα στη γη της Ιωνίας
δοξαστικό αχολόγησε τροπάρι!
απ’ την Κνωσσό ως την Πέργαμο θεία χάρη
όπου Ελλάδα πηγή της αρμονίας.
Και ω Σμύρνη πάντα εσύ μαργαριτάρι
στα μαλλιά της νεράιδας Μικρασίας!
Η Μίλητος δεν είναι πια καμάρι
της Ιστορίας, της Δόξας Εφεσίας!,
οι καιροί σβήσαν τη φεγγοβολιά.
Σμύρνη, ξανά γεννήτρες είναι οι Μοίρες
(χτυπήστε Ομήρων ιωνικών οι λύρες)
μεσ’ στη ζεστή της μάνας σου αγκαλιά
που ανοίγεται όλα για να τ’ αγκαλιάσει
και τα σκόρπια τα σπλάχνα της, μια πλάση».
Ο Οδυσσέας Ελύτης, «Μικρή πράσινη θάλασσα» (1971):
«Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Που θα ’θελα να σε υιοθετήσω
Να σε στείλω σχολείο στην Ιωνία
Να μάθεις μανταρίνι και άψινθο
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Στο πυργάκι του φάρου το καταμεσήμερο
Να γυρίσεις τον ήλιο και ν’ ακούσεις
Πώς η μοίρα ξεγίνεται και πώς
Από λόφο σε λόφο συνεννοούνται
Ακόμα οι μακρινοί μας συγγενείς
Που κρατούν τον αέρα σαν αγάλματα
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Με τον άσπρο γιακά και την κορδέλα
Να μπεις απ’ το παράθυρο στη Σμύρνη
Να μου αντιγράψεις τις αντιφεγγιές στην οροφή
Από τα Κυριελέησον και τα Δόξα σοι
Και με λίγο Βοριά λίγο Λεβάντε
Κύμα το κύμα να γυρίσεις πίσω
Μικρή πράσινη θάλασσα δεκατριώ χρονώ
Για να σε κοιμηθώ παράνομα
Και να βρίσκω βαθιά στην αγκαλιά σου
Κομμάτια πέτρες τα λόγια των Θεών
Κομμάτια πέτρες τ’ αποσπάσματα του Ηράκλειτου».
Γιώργος Σεφέρης, «Μνήμη, Β’. Έφεσος» (1955):
«Μιλούσε καθισμένος σ’ ένα μάρμαρο
που έμοιαζε απομεινάρι αρχαίου πυλώνα
απέραντος δεξιά κι άδειος ο κάμπος
ζερβά κατέβαιναν απ’ το βουνό τ’ απόσκια:
‘’Είναι παντού το ποίημα. Η φωνή σου
καμιά φορά προβαίνει στο πλευρό του
σαν το δελφίνι που για λίγο συντροφεύει
μαλαματένιο τρεχαντήρι μες στον ήλιο
και πάλι χάνεται. Είναι παντού το ποίημα
σαν τα φτερά του αγέρα μες στον αγέρα
που άγγιξαν τα φτερά του γλάρου μια στιγμή.
Ίδιο και διάφορο από τη ζωή μας, πώς αλλάζει
το πρόσωπο κι ωστόσο μένει το ίδιο
γυναίκας που γυμνώθηκε. Το ξέρει
όποιος αγάπησε στο φως των άλλων
ο κόσμος φθείρεται μα εσύ θυμήσου
Άδης και Διόνυσος είναι το ίδιο’’.
Είπε, και πήρε το μεγάλο δρόμο
που πάει στ’ αλλοτινό λιμάνι, χωνεμένο τώρα
πέρα στα βούρλα. Το λυκόφως
θα ’λεγες για το θάνατο ενός ζώου,
τόσο γυμνό.
Θυμάμαι ακόμη
ταξίδευε σ’ άκρες ιωνικές, σ’ άδεια κοχύλια θεάτρων
όπου μονάχα η σαύρα σέρνεται στη στεγνή πέτρα,
Κι εγώ τον ρώτησα: ‘’Κάποτε θα ξαναγεμίσουν;’’.
Και μ’ αποκρίθηκε: ‘’Μπορεί, την ώρα του θανάτου’’.
Κι έτρεξε στην ορχήστρα ουρλιάζοντας:
‘’Αφήστε με ν’ ακούσω τον αδερφό μου!’’.
Κι ήταν σκληρή η σιγή τριγύρω μας Κι αχάραχτη στο γυαλί του γαλάζιου».
Στέλιος Αγγελόπουλος