Σε έναν Παράδεισο.


Σε έναν παράδεισο, εκεί θα σε περιμένω
πάντα.
Φορώντας τα ρούχα μου τσαλακωμένα.
Κρατώντας την καρδιά μου στα χέρια.
Με τα αίματα να κυλούν ως τα πόδια μου.
Με την ψυχή μου να τρέχει μακριά.
Και το σώμα μου εκεί. Πάντα να περιμένει.
Τα ροδαλά μάγουλά μου θα ξεχειλίζουν από
αλμύρα.
Ώσπου να στερέψουν τα δάκρυα της
προσμονής και του έρωτα.
Κλαίω από έρωτα και σε λησμονώ.
Στο στέρνο μου κοιμάται το άγγιγμά σου.
Εκείνο που έδωσες στα κλεφτά.
Σ’ ένα σκοτεινό δρομάκι με βρεγμένες πλάκες.
Το φως του φεγγαριού σαν να ήταν αρκετό για
σένα.
Έχω κρύψει ένα λουκέτο στον κόρφο μου.
Μαζί και τα κλειδιά.

Σου μιλώ και σε κοιτώ.
Συνεχίζω με ή χωρίς εσένα.
Απείλησα την καρδιά να πάψει να χτυπά τόσο
γρήγορα.
Δεν μ’ άκουσε.
Ούτε κι εσύ μ’ ακούς.
Σε σκέφτομαι.
Ξανά και ξανά.
Και ξανά.
Από τότε που σε κράτησα στην αγκαλιά μου.
Από εκείνη την οργισμένη σου ανάσα.
Από ετούτο το ψιθυριστό σου “σ’αγαπώ”.
Διάολε, τί μου έχεις κάνει;
Σε ποιόν κόσμο θα βρω το δίκιο μου και σε
ποιόν αιώνα;
Πώς τόλμησες να μ’ αγαπήσεις σιωπηλά, πες
μου.
Γιατί δεν ανάσαινες πιο κοντά μου τόσα
χρόνια;

Όλα μου τα όνειρα γεννιούνται κοντά σου, ήλιε
μου.
Σε σηκώνω ψηλά, εκεί κοντά στον παράδεισο.
Σου κρατώ το κορμί μου καθαρό, σαν τον
καταρράκτη που κοιτώ.
Σ΄αγαπώ, άκουσέ με.
Σ’ αγαπώ, αγκάλιασέ με.
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ. Δεν θα στο πω ακόμη.
Δεν θα το ελευθερώσω.
Δεν θα το ξυπνήσω.
Μονάχα θα το μεγαλώνω. Άκου.

Ήρθες

Τα κορμιά τα γερμένα ν’ ακούς.
Εκείνα που σιωπούν στα νερά τα παγωμένα.
Τα βλέφαρα τα κλειστά να γευτείς μια μέρα.
Ετούτα τα μικρά τριαντάφυλλα στα μάτια
μου.
Αν αλλάξεις τον εαυτό σου κράτα το κρυφό.
Μονάχα στο δάσος με τους απαγορευμένους
καρπούς θα ζω.
Στο είχα εκμυστηρευτεί κάποτε.
Θυμήσου.
Εκείνη τη νύχτα κάτω από τα αστέρια που
μετρούσαμε σαν παιδιά.
Πόσο μου λείπουν τα γέλια τα παιδικά. Ω τα
γέλια.
Τα αγνά, τα καθάρια, τα γεμάτα φως.
Είμαι μικρό βρέφος που αναζητά την αγκαλιά
για καταφύγιο.
Κι εσύ το μόνο δέντρο με φύλλα πλατιά .
Η βροχή δεν θα με λιώσει.

Οι σταγόνες θα κυλίσουν στα μάγουλά μου
σαν δάκρυα χαράς.
Θα κρύψω την αγάπη μου και σαν πολύτιμο
λίθο θα την θάψω στη γη.
Σου τ’ ορκίζομαι θα ξανάρθω.
Σου τ’ ορκίζομαι θα σε ξανά δω.
Όσο κι αν τρέξω, όσο κι αν τρομάξω θα
γυρίσω.
Δεν έχω ψυχή δίχως τις ματιές και το άγγιγμά
σου.
Ένα λευκό περιστέρι μπλεγμένο στα καλώδια
της πόλης μας, σε θυμίζει. Στέκονται
καμαρωτά ακόμη τρία ή τέσσερα πλάι του.
Χορεύουν πάνω σ’ ένα πεντάγραμμα κι ας
μην ακούγεται μουσική.
Φώναξε πως είναι αλλόκοτα.
Φώναξε πως έχουν απολέσει τη λογική τους.
Σφίξε με στην αγκαλιά σου. Σφίξε με.
Φίλησέ με απαλά και άσε το χέρι σου να
κυλίσει στο πρόσωπό μου.

Σαν τα πέταλα των λουλουδιών.
Σαν την άμμο που φροντίζει να στέκεται πλάι
στα βότσαλα.
Γοργόνες δεν έχω δει μα τις πιστεύω.
Βλέπω ευκρινώς την ουρά τους που
μεγαλοπρεπώς γυαλίζει στο φως.
Αντικρίζω μονάχα την σκιά τους.
Τα χρυσαφένια μαλλιά τους αγκαλιάζουν την
ραχοκοκαλιά τους.
Είναι αληθινές. Δεν είναι ολογράμματα κι
αυταπάτες.
Εδώ κάνει κρύο.
Οι νιφάδες του χιονιού παγώνουν τα χείλη
μου.
Ίσως ζεσταθούν αν καθίσουν παραπλεύρως
με τα δικά σου.
Άκουσε τα κύματα και τον βοριά.
Αγριεύει η θάλασσα τον χειμώνα, σαν τα
μάτια σου όταν έχεις φουρτούνες στο νου
σου.

Εγώ σε κοιτώ και σε ντύνω με λευκό μανδύα.
Σε στολίζω με χρυσά στεφάνια και σου
χαρίζω το γέλιο μου.
Σαν καλπάζω με τ’ άλογο σκέφτομαι τις
στιγμές μας.
Η καρδιά μου δεν τ’ αντέχει.
Μαραίνεται στην αίσθηση της λησμονιάς
σου, αγάπη μου.
Σου εξομολογούμαι τον έρωτά μου δίχως
δισταγμούς, όρια, φραγμούς.
Τρέμω στην όψη του μαχαιριού που κρατώ.
Καθρεφτίζομαι στο πλάι του.
Η ξύλινη λαβή του βαριά.
Όπως η πέτρα που από κάτω της φυλάς το
σπαθί σου.
Το έχει αμαυρώσει η αλμύρα. Κοίτα την άκρη
του, έχει αλλάξει.
Έχει αλλάξει κι ο τρόπος που αναπνέει η
κερασιά στον κήπο σου.

Ανθίζει όποτε λείπεις, για να μην την δεις.
Και κάποιος κλέβει τους καρπούς της, δίχως
να τον αντιληφθείς.
Έχουν χρώμα κόκκινο. Βαθύ, σκούρο,
ακαταμάχητο.
Σαν τα χείλη μου όταν συναντούν την
αλμύρα του σάλιου μου.
Δεν είμαι κλέφτης, μονάχα δοκιμαστής της
φύσης.
Έτσι κρατιέμαι κοντά σου.
Κάπου κάπου μιλώ στην κερασιά σου.
Δεν θα φανερώσει ποτέ τους ατέρμονους
συλλογισμούς μου.
Σου έχω φυλαγμένα τρία κεράσια.
Όσες και οι μέρες που σε συλλογιόμουν
αφότου σε θωρούσα.
Όσα και τα χρόνια που ανέμενα να ‘ ρθεις.
Και εν τέλει;
Τί απέγινε ο χτύπος της καρδιά σου;

Μην βιάζεσαι να μάθεις.
Μην με πλημμυρίζεις με ερωτήσεις.
Άκουσέ με που στο ψιθυρίζω.
Ήρθες.