«Πώς “έφαγα” τον Χατζηγιάννογλου»
Διήγημα του Ιεροκλή Σαββίδη
Ο παπα-Νείλος ήταν ιερομόναχος. Εκεί στα μέσα του ’60 ήρθε σαν μοναχός στη Δράμα και χειροτονήθηκε παπάς στο χωριό μας. Ήταν δραστήριος και αφιερωμένος στο έργο του, αλλά η στρυφνάδα του έφτανε στα όρια της μισανθρωπίας. Δεν αγαπούσε ούτε τ’ άντερά του ! Με τις γυναίκες ιδιαίτερα, είχε φρικτό πρόβλημα. Τον δαιμόνιζαν τα κοντά φορέματα, τα κουρεμένα μαλλιά τους, το άρωμά τους, η παρουσία τους γενικώς. Όταν μας συνόδευε στον εκκλησιασμό η δασκάλα μας η Τιτίκα -μια γυναικάρα με τα όλα της- ο δόλιος ο παπάς έχανε τα λόγια του και τον ειρμό τον σκέψεών του. Μετά από λίγο καιρό όμως, της απαγόρεψε την είσοδο στην εκκλησία και έτσι γλυτώσαμε και εμείς τα σχολιαρόπαιδα, που ψάχναμε ευκαιρία για κοπάνα από την εκκλησία. Γιατί τη λειτουργία, πάει στο καλό, την είχαμε συνηθίσει. Εκείνο όμως που δεν υποφερόταν ήταν το κήρυγμα και η κατήχηση. Είχε βαλθεί να μας μάθει τα έργα και τις ημέρες των Αγίων Πατέρων, καθώς επίσης και ότι είχε σχέση με τη Λειτουργική. Από την έννοια της Αγίας Τράπεζας μέχρι την προέλευση και τη σημασία του θυμιατού.
Με ‘μένα και δυο φίλους μου ακόμη που κάναμε τα διακάκια, είχε σχέσης αγάπης και μίσους.
Ήταν φορές που μας καλόπιανε επειδή –όχι να το παινευτούμε- ήμασταν σαΐνια στα διακονέματα μέσα στο ιερό. Ξέραμε απ’ έξω κι ανακατωτά, πότε να του ετοιμάσουμε το Ζέον για την κοινωνία, πότε είναι η μεγάλη και η μικρή έξοδος, πώς να κρατάμε το διβάμπουλο, πώς να θυμιατίζουμε και συγχρόνως να βαδίζουμε πισωκώλι χωρίς να σκοντάφτουμε, πώς να προσέχουμε τα άμφια και άλλα τέτοια που αν σας τα αραδιάσω θα παραδεχτείτε και σεις οι ίδιοι την αξία μας.
Υπήρχαν όμως και φορές που τον φέρναμε στα όριά του, επειδή με το να τον παρατηρούμε από κοντά είχαμε μάθει όλα τα τσεσίτια του. Ξέραμε καλά τι τον φουντώνει και τι τον συγχύζει και ψάχναμε πάντα ευκαιρία να του τη σκάσουμε. Το αγαπημένο μας χουνέρι ήταν να του βάζουμε κάτι χάρτινα καψούλια μέσα στο θυμιατό, από αυτά που έβαζαν τότε στα αποκριάτικα πιστολάκια. Η τέχνη ήταν να τα βάλεις κάτω από το λιβάνι, κάτω και από τα καρβουνάκια, έτσι ώστε να δουλεύει σαν βραδυφλεγής βόμβα. Και κει που λιβάνιζε ο παπάς και ο κόσμος έσκυβε και ευλαβικά και είχε ανοίξει επικοινωνία με τον Ύψιστο, άκουγες ένα “μπαμ” και έβλεπες κάρβουνα, λιβάνια και στάχτες να τινάζονται στον αέρα, κάνοντας άλλους να τρέχουν να κρυφτούν και άλλους να γυρεύουν νερό για να σώσουν από τη φωτιά τα κιλίμια στο δάπεδο. Στην αρχή, ο παπα-Νείλος νόμιζε ότι έφταιγαν τα καρβουνάκια που ήταν ελαττωματικά, μετά όμως ένας σπιούνος από τον πάνω μαχαλά του το σφύριξε και έκτοτε, όποτε είχαμε εκρήξεις, άφηνε την λειτουργία και μας έπαιρνε στο κατόπι με τη ζωστήρα του στο προαύλιο της εκκλησίας, βγάζοντας αφρούς και κατάρες από το στόμα του.
Την επόμενη Κυριακή βέβαια, επειδή ήξερε ότι δεν θα πατήσουμε το πόδι μας, έβαζε το διευθυντή του σχολείου να μας πάρει με το καλό για να φιλοτιμηθούμε να πάμε και να μπορέσει να κάνει τη λειτουργία. Εμείς κάναμε τους δύσκολους αλλά στο τέλος δεχόμασταν γιατί το να είσαι στο ιερό είχε και τα μπερεκέτια του. Τσιμπούσες από τα πρόσφορα, έπαιρνες συμπλήρωμα στα κόλλυβα και μπορούσες να κάθεσαι κιόλας στην ώρα της λειτουργίας, κάτι που εκείνο τον καιρό απαγορευόταν δια ροπάλου.
Όλα καλά κι ευλογημένα, εκείνο το κήρυγμα όμως, εδώ μου κάθονταν. Τον έπιανε τον ευλογημένο ένας οίστρος και είχε τον ατελείωτο κάθε Κυριακή. Μπορούσε να μιλάει ασταμάτητα μέχρι και δυο ώρες συνέχεια, φέρνοντας τις γριές στα όριά τους και κάνοντας τα παιδιά του σχολείου να πλήττουν θανάσιμα. Μια τέτοια μέρα που μας μιλούσε για το επιγονάτιο και το πετραχήλι, μας εξήγησε ότι τα κρόσσια που έχουν στο κάτω μέρος, συμβολίζουν, άκουσον-άκουσον, τις ψυχές των πιστών που έχει στο ποίμνιό του ο ιερέας. Ε, αυτό δεν το είχα ξανακούσει και με εντυπωσίασε. Επειδή όμως ήμουν από τότε άπιστος Θωμάς, αποφάσισα να κάνω ένα τεστ αληθείας. Έψησα και το φιλαράκι μου το Γιώργη, (για να μοιράσουμε την αμαρτία στη μέση), παραφυλάξαμε και μόλις έβγαλε ο παπα-Νείλος το πετραχήλι, πήρα εγώ το ψαλιδάκι που είχε στο μυροδοχείο, για να κουρεύουν τους νεοφώτιστους στις βαφτίσεις, απομόνωσα ένα κρόσσι και κρακ, το ‘κοψα σύρριζα. Σιγά το πράμα, είπα και έβαλα το κρόσσι στην τσέπη μου και το ψαλιδάκι στη θέση του. Τίποτα δεν έγινε. Τα μασάμε εμείς μωρέ αυτά;
Τέλειωσε η λειτουργία, ευχαριστημένοι εμείς που σταθήκαμε πάνω από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, ευχαριστημένος και ο παπάς αλλά και απορημένος συνάμα, που εκείνη την Κυριακή ήμασταν υπόδειγμα χριστιανόπουλων. Κάνουμε, που λέτε, να βγούμε έξω και μόλις φτάνουμε στον πρόναο, ακούμε ένα “νταν!” Βλέπουμε συνάμα και το γείτονά μας τον Τσελεμπόνη ένα μισότρελο με ειδικότητα εμπειροτέχνη νεκροπομπού, να χτυπάει πένθιμα την καμπάνα με κάθε επισημότητα, όπως το συνήθιζε σ’ αυτές τις περιπτώσεις.
-Τι έγινε ρε Τσελεμπόνη ; τον ρωτάμε όλο αγωνία και εγώ κι ο Γιώργης.
-Πέθανε, μας λέει, ο μπαρμπα-Δημητρός ο Χατζηγιάννογλου ! Κει που περπάταγε στην αυλή του μέσα, έπεσε κάτω σέκος.
-Πότε ρε;
-Τώρα δα, πριν από λίγο !
Ρίγος με διαπέρασε μονομιάς. Όχι ρε γαμώτο, τον φάγαμε τον άνθρωπο, ήταν η πρώτη σκέψη μου. Κάτι τέτοιο θα σκέφτηκε μάλλον και ο φίλος μου γιατί έγινε λαγός. Δεν αλλάξαμε ούτε μια λέξη. Μέχρι τα τώρα, ούτε που το ’χουμε κουβεντιάσει ποτέ στη ζωή μας. Την άλλη μέρα πήραμε τα βουνά μη τυχόν και μας φωνάξουν για τα ξεφτέρια, γιατί -παρέλειψα να πω- είχαμε επίσης μεγάλη ζήτηση και στις κηδείες όπου κουβαλούσαμε τα εξαπτέρυγα και τσεπώναμε το ταληράκι δεμένο με μαντήλι στο κοντάρι. Όλα κι όλα, σκέφτηκα. Καλό το χαρτζιλίκι, αλλά με τι μούτρα μπορούσα να σταθώ δίπλα στο λείψανο του δύσμοιρου του μπαρμπα-Δημητρού, που τον έφαγα σε μια στιγμή απερισκεψίας ;
Διαβάστε επίσης από τον Ιεροκλή Σαββίδη: Το μπουρσούκι