«Φάντασμα του χιονιού»: διήγημα της Ελένης Κουκουβίτη
Το κείμενο της Ελένης Κουκουβίτη με το οποίο συμμετείχε στον πρώτο Διαγωνισμό Πεζογραφίας
Ο πιερότος, που φορούσε ένα χιτώνιο πιο άσπρο κι από το χιόνι πάνω στο οποίο βάδιζε, και είχε πρόσωπο πιο λευκό κι από λευκό τριαντάφυλλο, ήταν θλιμμένος και τα μάτια του είχαν το χρώμα του νυχτερινού ουρανού γιατί στη μοναξιά τον έβρισκε η νύχτα που πλησίαζε κι όποιον η νύχτα βρίσκει μόνο, μόνο τον αφήνει στην ανατολή του ήλιου. Κι ο πιερότος ξάπλωσε πάνω στο χιόνι κι οι νιφάδες του χιονιού που έπεφτε, χάιδευαν το πρόσωπό του κι έλιωναν πάνω στο δέρμα του. Κι ο πιερότος αποκοιμήθηκε. Αποκοιμήθηκε και είδε ένα όνειρο: Όπως ήταν ξαπλωμένος πάνω στο χιόνι που του πάγωνε τα σωθικά, άκουσε μια φωνή που έμοιαζε με αγγελικό ψίθυρο να του λέει: “Μην απελπίζεσαι γιατί αύριο θα γνωρίσεις το παράδεισο. Κι ο παράδεισος είναι γεμάτος αγάπη… αλλά και πόνο“.
Το πρωί όταν ξύπνησε, ο πιερότος ανοιγόκλεισε τα μάτια του με δυσπιστία. Βρισκόταν πάνω σε ένα άνετο, μαλακό κρεβάτι, σκεπασμένος με ζεστή, μάλλινη κουβέρτα, σε ένα μικρό, συμπαθητικό δωμάτιο με ξύλινους τοίχους, ξύλινη οροφή και ξύλινο πάτωμα και πολύ γλυκιά ατμόσφαιρα. Μια όμορφη φωτίτσα ζέσταινε το χώρο. Κρίνοντας από τη κλίση που είχε το ταβάνι, το δωμάτιο αυτό πρέπει να ήταν η σοφίτα. Μπροστά στην αναπάντεχη αυτή έκπληξη, ο πιερότος σάστισε και για μερικά δευτερόλεπτα δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Κοίταξε έξω από το παράθυρο τις χιονισμένες βουνοκορφές που απλώνονταν στον ορίζοντα κι ύστερα το αναπαυτικό σπιτικό όπου είχε κοιμηθεί και μια ανείπωτη χαρά τον κατέκλεισε. Έριξε το κεφάλι του στο μαξιλάρι ευτυχισμένος.
Στο σπίτι έμενε ένας μεσήλικας αλχημιστής, ο οποίος είχε κατασκευάσει μία ζωντανή κούκλα. Από μετάξι είχε φτιάξει τα μακριά γαλάζια μαλλιά της που είχαν το χρώμα του ουρανού στο δειλινό. Από απλό σίδερο είχε δημιουργήσει τα ζαφειρένια μάτια της, που λαμποκοπούσαν σαν τον ήλιο. Από απλή άμμο είχε πλάσει το μαρμαρένιο δέρμα της που έμοιαζε με πορσελάνη. Και το ασημένιο της φόρεμα που είχε τη λάμψη της Σελήνης το είχε κεντήσει από κορμό δέντρου. Η μαγική φωνή της που προερχόταν από χορδές όμοιες με αηδονιού, ηχούσε σαν παραδεισένια σάλπιγγα. Ο αλχημιστής όμως ήταν βαριά άρρωστος, σχεδόν ετοιμοθάνατος. Είπε στο πιερότο: “Χθες βράδυ που βγήκα έξω να μαζέψω ξύλα για τη φωτιά, συνειδητοποίησα πως αργά ή γρήγορα θα πεθάνω και δεν έχω κανένα φίλο ή συγγενή για να φροντίσει τη μονάκριβη κόρη μου. Εκεί που άρχισα να πανικοβάλλομαι παραλίγο να πατήσω εσένα έτσι κατάλευκος που είσαι σαν το χιόνι. Σε λυπήθηκα που κοιμόσουν μες τη παγωνιά κι αποφάσισα να σε περιμαζέψω. Πες μου όμως την ιστορία σου. Τι σου συνέβη; Πώς βρέθηκες έξω ολομόναχος;”
Κι ο πιερότος τού απάντησε:
“Είμαι πλάσμα του χιονιού. Ο Άνεμος και η Χιονοθύελλα είναι οι γονείς μου. Μόνος μου γεννήθηκα, χωρίς αδέρφια, μόνος μου μεγάλωσα, χωρίς φίλους κι όπως έδειχναν όλα μέχρι σήμερα, μόνος μου θα πέθαινα χωρίς οικογένεια. Κάποτε γνώρισα έναν μαραγκό και για λίγο καιρό δούλεψα στο ξυλουργείο του. Μου παρείχε ένα στρώμα για να κοιμάμαι και σαπούνι για να πλένομαι. Δε μου έδωσε απολύτως τίποτα άλλο. Σύντομα, ωστόσο, με έδιωξε. Μου είπε: “Το εξωγήινο ωχρό σου προσωπείο με τη θλιβερή του όψη και η ολόλευκη περιβολή σου επηρεάζουν παράξενα τα παιδιά μου”. Τα δύο αξιολάτρευτα παιδιά του, ένα κοριτσάκι κι ένα αγοράκι , πίστευαν ότι είμαι ένας ζωντανός χιονάνθρωπος. Από τότε δε ξέρω πόσος καιρός πέρασε”.
“Ώστε είσαι πλάσμα της Μητέρας Φύσης”, παρατήρησε ο αλχημιστής εντυπωσιασμένος. “Θέλω να σου ζητήσω μία χάρη, γιε του Ανέμου και της Χιονοθύελλας. Οι μέρες μου μικραίνουν κι οι νύχτες μου σε λίγο θα γίνουν μία και παντοτινή. Από σήμερα θα έχεις σπίτι και συντροφιά. Θα έχεις, όμως, και ένα καθήκον: Να προσέχεις τη κόρη μου και να μη της δώσεις ποτέ τίποτα παραπάνω ή λιγότερο απ’ όσα ήδη έχει. Και μια μέρα εκείνη θα σε πάρει μαζί της στον παράδεισο”.
Ο αλχημιστής πέθανε την επόμενη κιόλας ημέρα. Ένα αχνό χαμόγελο είχε φωτίσει για μια στιγμή το αγνό πρόσωπό του γιατί διαισθανόταν πως άφηνε τη κόρη του σε χέρια μιας καλόκαρδης ύπαρξης. Η κούκλα, όμως, ήταν απαρηγόρητη. Νύχτες ολόκληρες θρηνούσε για το θάνατο του πατέρα της, ενώ τις μέρες συνήθιζε να κάθεται μπροστά στο παράθυρο παρακολουθώντας την αδιάκοπη χιονόπτωση κι άχνα δεν έβγαινε από το στόμα της. Κι ο πιερότος τη κρατούσε στην αγκαλιά του όταν εκείνη έκλαιγε και προσπαθούσε να της δώσει κουράγιο λέγοντας όμορφα θλιβερά τραγούδια όταν εκείνη σώπαινε για να μην αισθάνεται μόνη κι εγκαταλελειμμένη στον πόνο που τη βάραινε.
Κάθε μέρα που ξημέρωνε ο πιερότος όλο και περισσότερο αντιλαμβανόταν πόσο πολύ αγαπούσε τη κούκλα. Και πόσο δυστυχισμένος ήταν που η κούκλα δεν αφιέρωνε ούτε μια στιγμή από την αγάπη της σ’ εκείνον. Κι ο πιερότος ήλπιζε πως θα ξεπερνούσε κάποτε τούτο το πένθος. Η κατάσταση αυτή, όμως, έμοιαζε να κρατάει αιώνες. Κι ο πιερότος έφτασε στο σημείο να ενοχοποιεί τον εαυτό του για την κατάθλιψη της κούκλας. Ένα βράδυ που περπατούσε έξω στο δάσος μαζεύοντας ξύλα για το τζάκι, σκέφτηκε πως ίσως η κούκλα δεν αδιαφορούσε απλώς για τη παρουσία του, αλλά τον μισούσε. Ίσως ήθελε να μείνει μόνη της κι όχι μαζί του πάνω από το κεφάλι της να της μουρμουρίζει λόγια αγάπης και κατανόησης. Τότε θυμήθηκε πως ο αλχημιστής τον είχε δεσμεύσει με τον όρκο να μείνει με τη κούκλα πριν πεθάνει. Όμως για τον πιερότο ήταν πιο σημαντική η δική της επιθυμία. Δεν είχε, επομένως, παρά να της κάνει τη ξεκάθαρη ερώτηση: “Θέλεις να σ’ εγκαταλείψω;” κι όταν εκείνη δε του έδωσε καμία απάντηση της είπε: “Ο πατέρας σου δε θα χαιρόταν να σε βλέπει δυστυχισμένη. Κάνε μια προσπάθεια να τον κάνεις να χαμογελάσει εκεί που βρίσκεται”. Η κούκλα, που του είχε γυρισμένη τη πλάτη, στην αρχή έμεινε άναυδη με αυτά τα λόγια, στη συνέχεια έκρυψε το πρόσωπό της μέσα στα χέρια της και τα μάτια της γέμισαν με τα πιο πικρά δάκρυα του κόσμου.
Εκείνη τη νύχτα ο πιερότος κατάφερε να κοιμίσει τη κούκλα, δίνοντάς της ένα φάρμακο που είχε φτιάξει ο αλχημιστής πατέρας της. Μέσα στην εξάντληση και στην οδύνη του αποκοιμήθηκε για μια ώρα, μα ξύπνησε από έναν φριχτό εφιάλτη: Βρισκόταν πάνω σε μια λέμβο και κωπηλατούσε σε μια βραχώδη μισοσκότεινη σπηλιά. Άξαφνα βλέπει μία όμορφη νεαρή κοπέλα να κολυμπάει στα επικίνδυνα εκείνα νερά. Χωρίς δεύτερη σκέψη τη βοηθάει ν’ ανεβεί στη βάρκα του, η οποία ήταν μονοθέσια, ενώ ο ίδιος βουτάει στο νερό. Η κοπέλα, αμίλητη και με τα γατίσια μάτια της καρφωμένα πάνω του, στρώνεται στο κουπί και με το ρεύμα που προκαλεί γύρω από τη βάρκα, αναγκάζει το πιερότο να κολυμπάει κατά τη πορεία της. Ο πιερότος τα χάνει με τη περίεργη αυτή συμπεριφορά για μόλις λίγα δευτερόλεπτα που όμως στάθηκαν μοιραία γιατί με έκπληξη διαπιστώνει πως αρκετά μακριά πίσω τους μια θανατηφόρα ρουφήχτρα τραβούσε προς το κέντρο της την αγαπημένη του κούκλα.
Μέσα στη ταραχή και την αγωνία του πετάχτηκε από το κρεβάτι του κι έτρεξε στο υπνοδωμάτιο της κούκλας για να βεβαιωθεί πως ήταν εκεί που την είχε αφήσει. Δεν ήταν! Τη φώναξε δυνατά καθώς έτρεχε προς την εξώπορτα και τότε πρόσεξε ότι δεν ήταν ολότελα κλειστή. Όρμησε έξω. Η νύχτα ήταν απέραντη και σκοτεινή και δίχως φεγγάρι. Ο πιερότος έτρεχε στο χιονισμένο δάσος, όπου ήταν αδύνατον να κρυφτείς απ’ τα φαντάσματα της νύχτας, χωρίς να ξέρει πού και κοιτούσε γύρω του με απελπισία προσπαθώντας να δει μες το σκοτάδι, ώσπου τα μάτια του συνήθισαν. Ακούγονταν μόνο το τρίξιμο του χιονιού κάτω απ’ τα πόδια του και η απεγνωσμένη του ανάσα. Άλλο τίποτα δεν ακουγόταν.
Τη σιωπή της νύχτας έσκισε μια φοβερή κραυγή. Ο πιερότος σταμάτησε και σταμάτησε και η καρδιά του. Ήταν η κούκλα που μόλις την είχε διακρίνει ανάμεσα στα χιονισμένα δέντρα. Από τη μέρα του θανάτου του πατέρα της είχε περάσει ένας χρόνος κι είχε βγει να περιποιηθεί τον τάφο του και να προσευχηθεί στη μνήμη του. Ο πιερότος, πιο χλωμός από ποτέ από το φόβο, πλησίασε αργά τα δέντρα κι όταν αντίκρισε αυτό που είχε γίνει δάκρυα πόνου ανάβλυσαν απ’ τα θλιμμένα μαύρα μάτια του. Ένας μικρός αιχμηρός παγοκρύσταλλος είχε πέσει από τα δέντρα και είχε καρφωθεί στο στήθος της αφήνοντάς τη να σωριαστεί στο λευκό χιόνι. Με ψυχή γεμάτη πόνο ο πιερότος την έσφιξε στην αγκαλιά του κι ο παγοκρύσταλλος καρφώθηκε και στο δικό του στήθος μα δεν το ένιωθε. Κι η κούκλα, με μάτια θολά και καρδιά ραγισμένη, τον κοιτούσε σαν να ήθελε να του πει κάτι μα δεν είχε πια τη δύναμη.
Το αίμα των πληγωμένων καρδιών τους έβαφε το χιόνι κόκκινο, και σε λίγο οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν γρήγορα κι αθόρυβα κι ακουμπούσαν πάνω στο δέρμα τους χωρίς να λιώνουν. Έτσι το χιόνι σκέπασε το πιερότο και τη κούκλα κι ο Άνεμος, ο πατέρας του πιερότου, φυσούσε το χιόνι προς το μέρος τους κι η Χιονοθύελλα, η μητέρα του πιερότου, τους έθαψε κάτω από το πέπλο της.