Άκουσα τα παιδιά να τραγουδούν στο δρόμους
πως ήρθε η Άνοιξη.
Μα εκείνη δεν με αφήνει
ούτε για λίγο να χαρώ.
«Κοίταξε», μου λέει και δείχνει,
όλο μου δείχνει:
Ένα σκοτωμένο πουλί.
Ένα σκυλί κυνηγημένο.
Ένας ζητιάνος.
Ένα κλεμμένο ηλιοβασίλεμα.
Ένα ψέμα.
Ξανά και ξανά, γεμίσαμε μέρα
και δεν την προλαβαίνω.
Γύρισε η μητέρα και της λέω:
«Θέλω κι εγώ να μεγαλώσω»,
μα εκείνη μου αρνείται.
Δεν έχεις ρούχα, σου είναι στενάχωρα.
Κοίταξε πόσα βρεγμένα γράμματα
που δεν έμαθες ποτέ.
Πόσες ιδέες, απ’ αλλού φερμένες με ματωμένα χέρια.
Μην κοροϊδεύεις τους νεκρούς,
Δεν τους θυμάσαι;
Για κάθε ναι που εσύ τολμάς, μυριάδες όχι θα ορθώνονται.
Κι όμως για λίγη ξεγνοιασιά, θα χάριζα όλα μου τα δάκρυα…
και τα δικά σου και τα δικά τους.
Γρήγορα μπήκα μέσα,
και σ’ απαρνήθηκα Άνοιξη,
εκεί στα σκοτεινά…
με νύχια βρώμικα, γδαρμένα γόνατα
και μάτια απορημένα,
παιδικά.
Πάντα κρυμμένοι, πάντα ξένοι
πάντοτε κατατρεγμένοι.

Artwork εξωφύλλου: Κατερίνα Μπαμπαλούκα