Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω η ιστορία της Ευαγγελίας Τζαντζίδου

Στεκόταν γερμένος στη μέση του σπιτιού, ακλόνητος, ανέκφραστος, ανήμπορος. Η αιματοβαμμένη δαντελένια κουρτίνα χόρευε κυνικά στο ανοιξιάτικο αεράκι. Αυτή η εμετική μυρωδιά καμμένης σάρκας τον περικύκλωνε σαν λυσσασμένο φάντασμα. Ένιωθε το λαιμό του να καίει και να φουσκώνει από κραυγές που δεν έβρισκαν διαφυγή. Δέκα, έντεκα, δώδεκα… Για κάθε μαχαιριά που μετρούσε, μια δυνατή σουβλιά στην πλάτη του τον τράνταζε. Τρία πανέμορφα έφηβα αγόρια κι ένας άντρας σφαγιασμένοι, λουσμένοι στο αίμα . Οι ενοχές ότι ίσως μπορούσε να κάνει κάτι και δεν το έκανε εγκαίρως σφηνώνονταν σαν καρφιά στο κρανίο του. Ένα χέρι τον άγγιξε στον ώμο.
“Λυπάμαι Πέτρο. Αργήσαμε πολύ…”.
Ο αρχηγός της αστυνομίας στεκόταν δίπλα του.
“Μαχαίρωσε μέχρι θανάτου σύζυγο και παιδιά. Έπειτα βγήκε στο μπαλκόνι και αυτοπυρπολήθηκε.”
Ο καθρέφτης στον απέναντι τοίχο αιχμαλώτισε το βλέμμα του Πέτρου. Στο χλωμό πρόσωπό του χαράχτηκαν μεμιάς όλες οι βραδιές που άκουγε καβγάδες και γυαλικά να σπάνε πίσω από τη μεσοτοιχία που τους χώριζε, αλλά όλοι οι φίλοι του του έλεγαν πως δεν είναι δική του δουλειά για να επέμβει.
“Η Αυγή;” ψιθύρισε ο Πέτρος.
Ο αντιστράτηγος απόρησε.
“Η εφτάχρονη Αυγούλα Νάσο! Που είναι η μικρή τους ; Αυτή μου τηλεφώνησε! Φοβόταν. Είχε κρυφτεί στο πλυντήριο!” φώναξε ο Πέτρος αρπάζοντας τον φίλο του από τους ώμους.
“Δεν…την έχω δει Πέτρο…”.
“Το έσκασε;” . Τα μάτια του λες και άστραψαν.
“Αποκλείεται να γλίτωσε από τη μανία της μάνας…” απάντησε ο αστυνόμος πίσω τους.
Ο Πέτρος έκανε μεταβολή και βγήκε τρέχοντας στο δρόμο παραμερίζοντας τον όχλο. “Σύγχρονη Μήδεια. Πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο; Τόσο καιρό ζούσαμε δίπλα σε μια δαιμονισμένη!”
Οι ψίθυροι του κόσμου φάνταζαν με σμήνος μελισσών που επιτίθεται στο κεφάλι του. Το σφυροκόπημα της καρδιάς του συναγωνιζόταν τον ήχο των περιπολικών. Ξαφνικά θυμήθηκε εκείνο το απόγευμα έξω από το ψιλικατζίδικο. Η Αυγή είχε καθίσει οκλαδόν στο πεζοδρόμιο και είχε απλώσει μπροστά της τη συλλογή της από κοχύλια. Αμέσως ο Πέτρος όρμηξε στον χωματένιο παράδρομο.
Έφτασε ξέπνοος στη παραλία. Ξαφνικά μια γλυκιά φωνούλα άρχισε να μπλέκεται με τον ήχο της θάλασσας. Προχωρώντας είκοσι βήματα διέκρινε μια μικροκαμωμένη φιγούρα μέσα στα σκοτάδια. Σιγοτραγουδούσε καθισμένη πλάι στο κύμα, κουνώντας τη πλάτη της μπρος πίσω ρυθμικά. Στο αριστερό της χέρι μια μισοφαγωμένη σοκολάτα και στο δεξί ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο.
“’Ήξερα ότι θα σε βρω εδώ. Λατρεύεις τη θάλασσα, έτσι;”
Εκείνη σώπασε. Είχε μια σταγόνα αίμα στο μάγουλό της και η μπλούζα της ήταν γεμάτη κόκκινες πιτσιλιές. Γονάτισε με αργές κινήσεις δίπλα της και προσπάθησε να ανοίξει την άκαμπτη χούφτα της. Της χαμογέλασε.
“Όλα τέλειωσαν χαρά μου”.
Κοιτάχτηκαν στα μάτια κι εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο.