Το 1960, ξεκινά ο ίδιος την κατάδυση στην παιδική του ηλικία γράφοντας το έργο Οι λέξεις. Αισθάνθηκε την υποχρέωση να βυθιστεί στην παιδική του ηλικία προκειμένου να τονίσει εκείνο που φαίνεται ότι καθόρισε τη μοίρα του. Οι θεμελιώδεις θέσεις της φροϋδικής ψυχανάλυσης, την οποία θα γνωρίσει και ο Σαρτρ, θα χρησιμεύσουν ως πυξίδα στις πραγματείες του για τον Μποντλέρ, το Ζενέ και τον Φλομπέρ.

Ένα αφιέρωμα στο Ζαν Πολ Σαρτρ δεν μπορεί να εξαντληθεί σ’ ένα μόνο άρθρο. Έτσι ξεκινάει ένα ταξίδι, μια απόπειρα να σκιαγραφηθεί η ζωή και το έργο του. Αρχικά θα παρουσιαστούν γεγονότα που σημάδεψαν την παιδική του ηλικία καθώς και η επιρροή που δέχτηκε στη διαμόρφωση της φιλοσοφικής του σκέψης και στην πολιτική του διαδρομή.   

Ο μικρός Πουλού – όπως τον αποκαλούσαν στην οικογένεια της μητέρας του – γεννήθηκε στις 21 Ιουνίου 1905. Ο πατέρας του, Ζαν-Μπατίστ Σαρτρ, πέθανε μόλις ο γιος του είχε συμπληρώσει το πρώτο έτος της ζωής του από κίτρινο πυρετό. Στις Λέξεις, ο Σαρτρ λέει για εκείνον ότι: «πήρε σαν λάφυρο αυτή την απροστάτευτη κοπελίτσα, την παντρεύτηκε, της έκανε ένα παιδί στα γρήγορα, εμένα, και μετά βρήκε καταφύγιο στο θάνατο». Στο ίδιο έργο θα παραδεχτεί ότι ο θάνατος του πατέρα του ήταν το πιο σπουδαίο γεγονός της ζωής του.

«Αν είχε ζήσει ο πατέρας μου θα είχε πέσει πάνω μου με όλο του το βάρος και θα με είχε καταπλακώσει. Ήταν άραγε καλό ή κακό που δεν τον γνώρισα; Δεν ξέρω. Άλλα δέχομαι ευχαρίστως της ετυμηγορία ενός διαπρεπούς ψυχαναλυτή: δεν έχω Υπερεγώ»

Η αναφορά αυτή σηματοδοτεί την εμβέλεια της ελευθερίας στη φιλοσοφία του Σαρτρ: το να ζει κανείς στο περιθώριο των οικογενειακών επιταγών. Αυτή την απόλυτη ελευθερία θα συναντήσει στις σελίδες του Νίτσε, θα την ενσαρκώσουν οι λογοτεχνικοί του ήρωες και η οποία θα αναζητήσει φιλοσοφικό έρεισμα στα έργα του.

Μοναχικός, απομονωμένος στην κατοικία του παππού του στο Παρίσι, επί της οδού Λε Γκοφ, ο μικρός Σαρτρ θα μεγαλώσει ανάμεσα στα βιβλία, τις σιωπές και τις φροντίδες της υπερπροστατευτικής μητέρας του, την οποία δεν αναγνωρίζει σα μάνα του αλλά σα μια «μεγαλύτερη αδελφή».

 Το 1915 εγγράφεται στο Λύκειο Ερρικός Δ’ στο Παρίσι. Το 1918, η Αν Μαρί και ο νεαρός Σαρτρ μετακομίζουν στη Λα Ροσέλ εξαιτίας του δεύτερου γάμου της Αν Μαρί. Διαπρέπει στο Λύκειο και το 1924 επιστρέφει στο Παρίσι όπου εισάγεται στην Ecole Normale Superieure. Συμφοιτητές του είναι η Σιμον Ντε Μποβουάρ, ο Ζαν Ιπολίτ, ο Ραϊμόν Αρόν, ο Ντανιέλ Λαγκάς, ο Πολ Νιζάν.

Η Σιμόν θα ξεκινήσει μαζί του μια σχέση που θα διαρκούσε μέχρι το θάνατο του. Είχαν συμφωνήσει σε μια συναισθηματική ελευθερία που δεν θα σταματούσε ποτέ. Η διαφορά ανάμεσα σε αυτό που θεωρούσαν «περιστασιακούς έρωτες» και «αληθινή αγάπη» σημάδεψε αυτή τη σχέση.

Το 1929, ο Σαρτρ έρχεται πρώτος στις εξετάσεις για την απόκτηση της διδακτικής επάρκειας και λίγο αργότερα εγκαταλείπει το Παρίσι για το Λύκειο της Χάβρης, όπου θα εργαστεί ως καθηγητής.

Είναι σκόπιμο να ξεχωρίσουμε δύο παρουσίες που θα σημαδέψουν τη φιλοσοφική του διαδρομή: τους Γερμανούς στοχαστές Έντμουντ Χούσερλ και Μάρτιν Χάιντεγκερ. Τη συνάντηση του Σαρτρ με τον Χουσέρλ και τη φαινομενολογία την αφηγείται η Σιμόν ντε Μποβουάρ στο έργο Δύναμη της ζωής. Ο Ράϊμον Αρόν εξέθεσε τα ουσιώδη του φιανομενολογικού σχεδίου στο Σαρτρ, ο οποίος υποψιάζεται πως είναι αυτό που αναζητούσε για την ανανέωση της φιλοσοφίας. Ως εκ τούτου υποβάλει αίτηση για υποτροφία και μετακομίζει στο Βερολίνο το 1933. Η επίδραση του Χούσερλ στον Σαρτρ είναι πρόδηλη και δυο από τα κείμενα που καταγράφουν αυτό το αποτύπωμα είναι Η Φαντασία (1936)και Το φαντασιακό (1940).

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδίδεται διαταγή επιστράτευσης και ο Σαρτρ τοποθετείται σ’ ένα στρατόπεδο μετεωρολογικών ερευνών. Αλλά λίγους μήνες αργότερα συλλαμβάνεται από τους Γερμανούς εισβολείς και μεταφέρεται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Τεβ, όπου παραμένει μέχρι το 1941. Όταν αποφυλακίζεται, επιστρέφει στο Παρίσι.

Η επιρροή του Χάιντεγκερ στο έργο του Σαρτρ ανιχνεύεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στις σημειώσεις τις οποίες κατέγραψε στα Τετράδια ενός παράξενου πολέμου. Ωστόσο, παρά τις επικρίσεις που διατυπώνει κατά του Χάιντεγκερ στο Είναι και το μηδέν (1943), η παρουσία της «ανθρώπινης πραγματικότητας» ως κέντρου της φιλοσοφικής αναζήτησης παραμένει. Όταν το 1944 ρωτήθηκε σε μια συνέντευξη για τη σχέση μεταξύ υπαρξισμού και Χάιντεγκερ, εκείνος απάντησε ότι όσοι κατηγορούν τους υπαρξιστές πως «εμπνέονται από τον Χάιντεγκερ, Γερμανό φιλόσοφο και ναζί», οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο τελευταίος «ήταν φιλόσοφος πολύ πριν γίνει ναζί» και εκθέτει συνοπτικά ορισμένα από τα στοιχεία που οφείλει η δική του φιλοσοφία στο έργο του αμφιλεγόμενου στοχαστή.

Η φιλία με τον Πολ Νιζάν, τον οποίο ο Σαρτρ γνώριζε από το Λύκειο Ερρίκος Δ’ στο Παρίσι και παρέμειναν αχώριστοι μέχρι το θάνατο του το 1940, έπαιξε καθοριστικό ρόλο καθώς εμφύσησε στον Γάλλο φιλόσοφο την ιδέα της πολιτικής και θεωρητικής δέσμευσης. Αντίστοιχα, η φιλία με τον Μορίς Μερλό-Ποντί, συνιδρυτή μαζί με τους Σαρτρ, Αρόν και Μπουβουάρ του περιοδικού παρέμβασης Μοντέρνοι Καιροί που κυκλοφόρησε το 1945, του διδάσκει την ακρίβεια του μαρξισμού ως εργαλείου ανάλυσης του πραγματικού, της κατάστασης και θα τον προειδοποιήσει για την οδυνηρή σύνδεση μεταξύ του πολιτικού σχεδίου και των επιπτώσεων του.