“Τα ρομποτάκια” κείμενο της Μαρίζας Δρακουλάκου
Τα ρομποτάκια ήταν όλα έτοιμα προς πώληση επάνω στα ράφια. Αυτά που ήταν στα πιο ψηλά ράφια, έδειχναν χαρούμενα γιατι γνώριζαν πως ήταν πιο ορατά χάρη στο φωτισμό του καταστήματος απ’το ταβάνι, αλλα και φυσικα στο ύψος των μεγάλων που θα αποφάσιζαν αν θα τ’αγοράσουν για τα παιδιά τους.
Τα ρομποτάκια των χαμηλών ραφιών πάντα έπαιρναν την αγάπη και τον ενθουσιασμό των παιδιών, αλλά ήταν πολλές οι φορές που στο τέλος ο μεγάλος έβαζε στο καλάθι κάποιο απ’το πιο πάνω ράφι. Μια μέρα, για κάποιον ανεξήγητο, για εκείνη την στιγμή, λόγο, (γιατί με τον χρόνο αποκαλύπτεται η αλήθεια), τα ράφια με τα ρομποτάκια κουνήθηκαν. Αυτά που βρίσκονταν στα πιο ψηλά ράφια έπεσαν.
Κάποια σίγουρα δεν θα μπορούσαν να περπατήσουν, άλλα να μιλήσουν, άλλα ίσως και τα δυο μαζί, άλλα να μην μπορούν να κινήσουν το κεφάλι, το πόδι ή το χέρι. Άρχισαν όλα να φωνάζουν βοήθεια! Μέσα στον πανικό που γινόταν, άρχισαν να θυμώνουν το ένα στο άλλο επειδή δεν μπορούσαν να αλληλοβοηθηθούν.
Τα ρομποτάκια που βρίσκονταν στο πιο χαμηλό ράφι, που ήταν χαμηλά και δεν φοβήθηκαν ποτέ τους καμμία πτώση, αναρωτιόντουσαν πώς γίνεται τόσο καιρό, τόσο ψηλά, με τόσο φως, να μην φωτίστηκαν για κατανόηση το ένα με το άλλο. Και τότε αποφάσισαν όλα μαζί και άναψαν το κόκκινο κουμπί στο κέντρο τους.
Με την φασαρία ο υπάλληλος του καταστήματος ήρθε και βρήκε τον χαμό που γινόταν. Σαν να του φάνηκε ότι τα ρομποτάκια έλεγαν την λέξη Α-ΓΑ-ΠΗ. Αλλά δεν μπορεί. Αφού ήταν φτιαγμένα να λένε μερικές λέξεις κι ύστερα ν’ακούγεται ο ήχος ενός πυροβόλου.
Μαρίζα Δρακουλάκου