Είναι ιδιαίτερη χαρά μας να σας παρουσιάζουμε τους καρπούς του Master class συγγραφής με τον Κώστα Κρομμύδα, που δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από όμορφες ιστορίες!

Συγκεκριμένα στο πλαίσιο του μαθήματος οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να αναπτύξουν ελεύθερα μία μικρή ιστορία που να τελειώνει με την αινιγματική φράση: “Κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι πάνω στην άμμο”. Στην πορεία, μετά τις συνεδρίες με τον συγγραφέα, οι ιστορίες αυτές εμπλουτίστηκαν και θα μπορείτε να τις βρείτε στην κατηγορία “Λογοτεχνία” του itravelpoetry.com.

Οι εγγραφές στο Master Class συνεχίζονται!

Περισσότερες πληροφορίες εδώ

Παρακάτω η ιστορία της Νικολέτας Σιάντση

Οι χτύποι της καρδιάς της χτυπούσαν σαν τρελοί. Όχι απλά φοβόταν, έτρεμε.

«Μπριγκίτα θέλω να μάθω, γιατί δεν θες να είμαστε μαζί;»

Δεν ήξερε τι να του πει. Αν μιλούσε ήξερε πως θα ξεκινούσε ένα ταξίδι για κείνη χωρίς επιστροφή. Είχε δει τα πάντα μα δεν μπορούσε να πει λέξη πουθενά. Τα κομμάτια του παζλ ολοκληρώθηκαν πριν λίγες μέρες, όταν είδε το φρικιαστικό θέαμα στο υπόγειο του σπιτιού του. Αναρωτιόταν πως είναι δυνατόν να ζει με έναν άνθρωπο τόσους μήνες και ξαφνικά να συνειδητοποιεί πως δεν τον ξέρει καθόλου.

«Απλά δεν θέλω άλλο, με κούρασε η ζήλια σου Άγγελε. Δεν αντέχω, νιώθω να πιέζομαι. Και τώρα αν μπορείς φύγε γιατί ετοιμάζομαι να βγω».

«Δεν πιστεύω λέξη, το ξέρω ότι μ΄ αγαπάς ακόμα. Σε θέλω» της είπε και την πλησίασε ενώ τα χείλη του χάιδευαν αισθησιακά τον λαιμό της. Άγγιζε το κορμί της με πάθος και τα χέρια του σήκωναν αργά το φόρεμα της. Εκείνη προσπαθούσε να τον αποφύγει ενώ εκείνος γινόταν όλο και πιο προκλητικός.

«Σε σιχαίνομαι, μη μ’ αγγίζεις με αυτά τα χέρια, είσαι δολοφόνος», του είπε χωρίς να το σκεφτεί και έβαλε όση δύναμη είχε, τον τράβηξε κατά πάνω της και με το γόνατό της τον χτύπησε δυνατά στα αχαμνά.

Εκείνη αμέσως άνοιξε την πόρτα και άρχισε να τρέχει προς τον ποταμό. Οι σταγόνες της βροχής μαστίγωναν το πρόσωπό της και μούσκευαν το πορφυρό της φόρεμα.

Ο Άγγελος παρόλο τον πόνο που ένιωθε, σηκώθηκε. Τα λόγια της τον σόκαραν, δεν υπήρχε άλλη λύση, άρπαξε ένα μαχαίρι από τον πάγκο της κουζίνας και έτρεξε πίσω της. Η απόσταση τους ήταν κοντινή, εκείνος την διέκρινε να τρέχει. Ήξερε πως η Μπριγκίτα δεν θα έβρισκε σημείο να κρυφτεί. Σχεδόν την πλησίαζε.

Τριγύρω της επικρατούσε το απόλυτο σκοτάδι. Το θρόισμα των φύλλων στα δέντρα από τον αέρα της προκαλούσε ρίγος στο κορμί. Έτρεχε παράλληλα στην όχθη του ποταμού όταν γλίστρησε και τα κλαδιά ενός δέντρου έγδαραν το πρόσωπο της. Πέταξε τις γόβες της μακριά και σηκώθηκε αμέσως, τα πέλματά της πάτησαν στο υγρό χώμα και τότε ένιωσε έναν οξύ πόνο στις ρίζες των μαλλιών της. Ήταν εκείνος…

«Μπριγκίτα λέγε τι ξέρεις γιατί μα τον Θεό θα σε σκοτώσω»

«Σε είδα, ξέρω τα πάντα. Εσύ τις έχεις σκοτώσει, είναι θαμμένες στο υπόγειο»

«Τι λες; Έχεις τρελαθεί;»

«Υπάρχουν αποδείξεις, ακόμα κι αν καταλήξω σαν εκείνες, η αστυνομία θα σε βρει κάποια στιγμή. Είσαι δολοφόνος», είπε και έκλαιγε με αναφιλητά.

«Λυπάμαι Μπριγκίτα, μα δεν μου αφήνεις άλλη επιλογή», έβγαλε το μαχαίρι από το παντελόνι του, εκείνη ούρλιαζε και εκλιπαρούσε να μην το κάνει και χωρίς δεύτερη σκέψη της έκοψε τον λαιμό. Το καυτό της αίμα ανάβλυζε πάνω στη λευκή της επιδερμίδα και καθώς έπεφτε κοιτάχτηκαν στα μάτια και εκείνος ακούμπησε το ματωμένο μαχαίρι στην άμμο.