Φύση και ποίηση: Αργύρης Χιόνης
Πέφτεις απ’ το κλαδί και κλαις. Γιατί; Δεν το ‘ξερες πως είσαι φύλλο;
Βρυξέλλες, χειμώνας ’92 – Θροφαρί, φθινόπωρο ‘99
Μια διάχυτη ανησυχία, μια αυξανόμενη αγωνία για ζητήματα που αφορούν την οικολογία, πιο πολύ, η προβληματική μας σχέση με τη φύση, τη γη, αποτέλεσαν αφετηρία για μια περισσότερο, εκ μέρους μας, οικολογική στάση, ήδη από τη δεκαετία του ’60. Από κινήματα κοινωνικής χροιάς η οικοκριτική ματιά μεταφέρθηκε σταδιακά στον χώρο της λογοτεχνικής πράξης. Τώρα, ανάμεσα σε αράδες κειμένων, μεταξύ στροφών και στίχων, η φύση επαναπροσδιορίζεται. Τα βήματα που έχει κάνει η οικοκριτική, αποδίδοντας μια νέα σχέση μεταξύ τέχνης και φύσης, οδήγησαν, κι εξακολουθούν να οδηγούν, σε δεύτερες και τρίτες αναγνώσεις λογοτεχνικών έργων στα οποία η φύση – και οτιδήποτε αυτή συνεπάγεται – καλύπτεται, αδιάντροπα, από ιδεολογικά κατασκευασμένους μανδύες.
Η παγκόσμια ημέρα της Μητέρας Γης, ημέρα που θα καθιερωθεί στις 22 Απριλίου του 1970, σηματοδοτεί τη γένεση του σύγχρονου περιβαλλοντικού κινήματος δηλώνοντας, με σαφή τρόπο, την πρόθεσή της να ευαισθητοποιήσει τους πολίτες απέναντι στα περιβαλλοντικά ζητήματα.
Τον λόγο στη φύση έδωσε, μεταξύ πολλών άλλων, ο ποιητής Αργύρης Χιόνης. Ο ίδιος θα γεννηθεί στα Σεπόλια της Αθήνας στις 22 Απρίλη του 1943. Από μικρή ηλικία θα εργαστεί στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Το 1992, αφού παραιτηθεί από τη θέση μεταφραστή στο Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις Βρυξέλλες, θα επιστρέψει στην Ελλάδα και θα εγκατασταθεί στο χωριό Θροφαρί της ορεινής Κορινθίας. Ανήμερα των Χριστουγέννων, το 2011, θα πεθάνει στην Αθήνα, όπου είχε μεταβεί για να γιορτάσει με φίλους.
Η ποιητική του προσωπικότητα εγκολπώθηκε στον χώρο της επονομαζόμενης Γενιάς του ’70˙ οι επιδράσεις του μετεμφυλιακού και ψυχροπολεμικού κλίματος στην Ελλάδα οδήγησαν στην εκκόλαψη, εντός των λογοτεχνών και των ποιητών, μιας διαμαρτυρόμενης στάσης απέναντι στην συνεχώς «αναπτυσσόμενη» κοινωνία. Αυτή διαμόρφωνε μια πραγματικότητα που παρήγαγε, πρωτίστως, συναισθήματα φόβου, άρνησης, αμφισβήτησης. Ο σαρκασμός, η ειρωνεία μα και η μελαγχολική διάθεση έντυσαν τους στίχους των ποιημάτων αυτής της γενιάς.
Ο Χιόνης, εντούτοις, προχώρησε παραπέρα, πλάθοντας την δική του ιδιόλεκτο και κερδίζοντας μια πλατιά αναγνώριση στα τέλη της δεκαετίας του 2000.
Η φύση βρήκε τον χώρο της στην ποίηση του Αργύρη Χιόνη. Η φυσιολατρική του διάθεση ήρθε συχνά σε αντιπαραβολή με τα σύγχρονά του, ασφυκτικά περιβάλλοντα. Η στοχαστική του πρόθεση τον οδήγησε σε πολλά ποιήματα με κύριο θεματικό άξονα
πλευρές της φύσης. Ορισμένα από αυτά θα διαβάσουμε ενδεικτικά.
Ο ποιητής, στο παρακάτω ποίημα, μοιάζει να μαντεύει την πλήρη, ζημιογόνα αντιστροφή των στοιχείων της φύσης:
ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
«Θα ‘ρθεί καιρός
που θα στερέψει η θάλασσα
και θα γενούν τα πλοία
καραβάνια
και θα γενεί η ψυχή μας
έρημος
κι οι γλάροι
κατοικίδια όνειρα.
Θα ‘ρθεί καιρός
που θάνατος
δεν θα ‘ναι πια ο βυθός
αλλά ο ήλιος
και νοσταλγία
όχι η στεριά
μα το νερό.
Τότε
και τ’ όνειρο
θ’ αλλάξει χρώμα˙
δεν θα ‘ναι πια γαλάζιο
αλλά κίτρινο.»
και περιγράφει το πώς ο άνθρωπος θα «προσαρμοστεί» στην καινούργια αυτή πραγματικότητα:
ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ
«”Και είδον ουρανόν καινόν και
γην καινήν˙ ο γαρ πρώτος ουρανός
και η πρώτη γη απήλθον,
και η θάλασσα ουκ έστιν έτι”.
Αποκ. Ιωάν. Κεφ. ΚΑ΄.1
Η θάλασσα
έγινε πια αυτό που λένε
“μια όμορφη ανάμνηση”.
Έτσι, για να ζήσουμε τώρα
κάτω απ’ το σκοτάδι του νέου ουρανού,
πρέπει να πούμε φάρους
τις φωτεινές επιγραφές
και προκυμαίες
τους δρόμους των μπορντέλων.
Όσο για ταξίδια και ναυάγια,
αρκεί ένα μπουκάλι
με φτηνό κρασί
και μερικά βαριά τσιγάρα.»
άλλοτε, την παριστάνει να επιστρέφει, όλη μένος και εκδίκηση απέναντι στον άπληστο άνθρωπο:
ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
ΘΑ ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
«Θα ‘ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροίσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουνε μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.»
άλλοτε εκθειάζεται η ανωτερότητά της, τόσο από την τέχνη:
«Το πέτρινο λουλούδι ή το ζωγραφιστό ή το χυμένο στο χρυσάφι, στο χαλκό ή στο λόγο, το πλουμισμένο με πολύτιμα πετράδια ή σμαλτωμένο με στιλπνά επίθετα, το έργο τέχνης, που ο θάνατος το μίσχο του ποτέ δεν θα τσακίσει, ποτέ του δεν ανάδωσε την πρόσκαιρη ευωδία της αιωνιότητας.»
όσο και από τον ίδιο τον άνθρωπο:
«Καθισμένος στην ακροποταμιά, κοιτάζει το νερό που ρέει προς τη θάλασσα. Του αρέσει αυτή η αδιάκοπη ροή του περατού προς το απέραντο, αυτή η εμμονή του εφήμερου να καταστεί διηνεκές˙ του αρέσει, αλλά και τον θλίβει, γιατί, περίκλειστος από τις όχθες του κορμιού του, νιώθει ως στάσιμο νερό, ως βάλτος, ως λακκούβα.»
Το πιο συχνά, η φύση αποτελεί το μέσο για να ασκήσει το ποιητικό υποκείμενο κριτική στη σύγχρονη, εκφυλισμένη ζωή:
«Τα πούπουλα του μαξιλαριού
ονειρεύονται ακόμη τα ύψη;»
θα γράψει, υπαινισσόμενος μια ματαιωμένη πραγματικότητα. Κάποτε, θα οδηγηθεί σε λυπηρές διαπιστώσεις:
«Είμαστε ψάρια δίποδα σε τούτον τον επίγειο βυθό».
Τύποι ήλων, 1978
Δεν είναι λίγες οι φορές που η φύση είναι εκείνη που υπενθυμίζει στον άνθρωπο την αλλοτρίωση, μα και την μοναξιά του:
« Έκοβε κι έτρωγε λουλούδια, έκοβε κι έτρωγε λουλούδια κόκκινα κίτρινα γαλάζια, καταβρόχθιζε όλα τα χρώματα. Για να χορτάσω, έλεγε, ομορφιά για να χορτάσω.»
κι αλλού:
ΠΑΡΑΚΜΗ
«Ήσουν λιοτρόπι
υπέροχο,
του Βασιλιά του Ήλιου
ακόλουθος πιστός.
Τώρα, οι υπηρέτριες
τρώνε την καρδιά σου
στα πεζοδρόμια
και τους συνοικιακούς
κινηματογράφους.»
Ο πολιτισμός, ως το πλέον μέσο του ανθρώπου να ανταποκριθεί στις βιολογικές πιέσεις του περιβάλλοντος κόσμου, φαίνεται να έχει περιέλθει σε πλήρη αντιστροφή: τώρα ο πολιτισμός είναι «η φύση του ανθρώπου», είναι ο τρόπος του. Η πληθώρα των εκφραστικών μέσων που χρησιμοποιεί ο ποιητής, η κριτική του στάση μπροστά στην παρούσα καθυπόταξη οτιδήποτε φυσικού πάντοτε στο όνομα της λογικής, χαρακτηριστικό που ανήκει μονάχα στον άνθρωπο, συνδυάζεται στην ποίηση του Χιόνη και συμπορεύεται με τη μελαγχολία και την ευρηματικότητά του. Μετέχοντας ο ποιητής στην απάνθρωπα προοδεύουσα κοινωνία, μέσα από ένα παιχνίδι συνειρμών κι εκπλήξεων, μας οδηγεί, τελικά, σε ένα αναπόφευκτο αδιέξοδο:
«Το ξύλο ήταν καλό
Για να φτιάξουμε σπίτι ή καράβι
Ωραίο κυπαρισσόξυλο αρωματικό
Φτιάξαμ’ ένα καράβι και χαθήκαμε».
Το ζήτημα, όμως, του περιβάλλοντος, της φύσης, δεν είναι λήξαν. Η ηθική, άλλωστε, πρόκληση της οικολογίας έγκειται στην πίστη ότι ο πλανήτης έχει μέλλον, και η ποίηση, στήριγμα και διαχρονικός παραστάτης μας, θα εκφράζει με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο όσα ο άνθρωπος αρνείται να αποδεχτεί.
•Χιόνης Αργύρης, Η φωνή της σιωπής, Ποιήματα 1966-2000, Αθήνα: Εκδόσεις Νεφέλη, 2019, σ. 620.
•Στρούμπας Γιάννης, «Αργύρης Χιόνης», Έλληνες ποιητές η γενιά του ’70, Αθήνα: Εκδόσεις Γκοβόστη, 2020, σ. 212.
•Garrard Greg, Ecocriticism, Routledge, 2011, p. 240.
Πίνακας: Rene Magritte, The Human Condition
Αγνή Μπαγκέρη