λίγο να γρατζουνίσω είπα/κι έπεσα απο τον γκρεμό – Ερμοφίλη Τσότσου
Η δεύτερη ποιητική συλλογή της Ερμοφίλης Τσότσου έχει τίτλο «Ενθύμιον Αυταπάτης». Θα έλεγα ότι και αυτή προσφέρεται για «Ώρες Ανησυχίας», όπως είναι ο τίτλος της πρώτης της συλλογής. Εξάλλου, η εσωτερική αναζήτηση είχε ήδη ξεκινήσει και τώρα συνεχίζεται βάζοντας στη συζήτηση ένα ακόμα στοιχείο: την αυταπάτη. Η συλλογή αποτελείται από δύο ενότητες που διακρίνονται από δυο διαφορετικά motto και εμφανή αλλαγή στη στιχοδόμηση.
Χωρίς ρίσκο τι είναι η ζωή, ένα χλιαρό φλυτζάνι χαμομήλι
Με αυτό το motto, η Ερμοφίλη εισάγει τον αναγνώστη στην πρώτη ενότητα της συλλογής και τον προετοιμάζει γι’ αυτό που θα ακολουθήσει. Πρόκειται για μια ενότητα από 48 άτιτλα ποιήματα, για τη ζωή και το ρίσκο της. Από το πρώτο ποίημα, το ποιητικό εγώ συστήνεται πριν ακόμα βαπτιστεί «εγώ/για σένα/είμαι/αβάπτιστος εραστής». Η χρήση της οπτικής ποίησης είναι αμέσως εμφανής. Τυπογραφικά στοιχεία διαφόρων μεγεθών και στυλ καταφέρνουν το ποίημα να σημάνει όχι μόνο με το περιεχόμενο του αλλά και με την οπτική του εμφάνιση. Η δύναμης της αντίφασης στους συμβολισμούς της χτυπάει τον αναγνώστη στο δεύτερο ποίημα με το στίχο «ποτάμια που χτίσαμε μέσα μας». Το ποιητικό εγώ, ως ένας άλλος ήρωας μυθιστορήματος, συνεχίζει την υπαρξιακή αναζήτηση του. Μια αναζήτηση άρρηκτα συνδεδεμένη με την ποίηση («τυχερός εγώ που γράφω/τυχερός εσύ που ακούς»), με μια αγωνία που την επιτείνει η επανάληψη των λέξεων («Τον χρόνο μάζευα, μάζευα/τις μνήμες άπλωνα, άπλωνα», «φοβάμαι να μείνω, μείνω/μόνος/εγώ»), σε μια σύγχρονη κοινωνία («κλείνω τα σταθερά μέσα και/ξαναγυρνάω σε μέσα δικτύωσης – εκτόξευσης»). Κάποια στιγμή, έρχεται επιτέλους η βάπτιση («σ’ το λέω, τελευταία φορά/με βαφτίσαν Αντιγόνη») και το ταξίδι στη ζωή συνεχίζεται («χωρίς τη σημασία τι είναι η ζωή;»). Ο θάνατος απασχολεί το ποιητικό εγώ της Ερμοφίλης, μα η αγάπη για τη ζωή κυριαρχεί («Πάτερ, την καλοσύνη σας θέλω/γρήγορα θέλω να μείνω κι άλλο εδώ»). Χωρίς να το καταλάβει, γίνεται 29 αλλά γυρίζει πίσω στην παιδική ηλικία και στη Θεσσαλονίκη για να δει το αποτύπωμα και να διαπιστώσει τις ματαιώσεις («ύστερα εγώ πολυπληθής από γνώσεις/έμεινα μόνος με τις νυχιές από παιχνίδια/βλέπετε, δεν πάτησα το πόδι μου σε/άλλη χώρα, εξιστορούσα τις αμαρτίες σας/για άδολους σκοπούς»). Θα έλεγα ότι εδώ υπάρχει ένα κρυφό κατηγορώ που θα μπορούσε να το απευθύνει ο καθένας μας εκεί που νομίζει..
Σε αυτό το σημείο, θέλω να επισημάνω πόσο απασχολεί το ποιητικό εγώ η ύπαρξη του Άλλου, ποια μπορεί να είναι η σχέση μαζί του, τι μπορεί να ζητά από εκείνον. Απευθύνεται στον Άλλο, ο οποίος εννοείται και μπορεί να πάρει οποιαδήποτε μορφή («εσύ όμως μην ξεχνάς/να μη με αφήσεις», «εγώ ούτε να βγω από εδώ μπορώ/εσύ;»). Ο στοχαστικός διάλογος γίνεται ζητούμενο («καινούρια δουλειά για να την/βάλω προτεραιότητα») αλλά είναι και μπελάς! («τι μπελάς αυτός ο στοχασμός») ενώ ο ερωτισμός είναι υπερφλύαρος «και είναι άκομψο να συνυπάρχει με ελπίδες». Θα τολμήσω να πω ότι, ίσως, ο Άλλος δεν είναι μόνο έξω από το ποιητικό εγώ αλλά μπορεί να και μέσα του, ίσως είναι ο Άλλος που γράφει («Γιατί γράφεις ανοησίες σήμερα; Απρίλιος ήρθε/ Σκέπτομαι στον ήλιο χαμογελαστά, εσύ;»), ή είναι αυτός που εμποδίζει τη γραφή («πάντα με δυσκολεύει το άλλο μου μισό/πάω να γράψω και μπλέκεται σε παιδικές χαρές»).
Το ποιητικό εγώ μεγαλώνει. Γίνεται 34, γίνεται 35, όσο ένα νούμερο παπούτσι, και επιστρέφει ξανά σ’ εκείνη την ηλικία που η σχέση με την ποίηση ήταν διαφορετική («Συναναστροφές δεν έκανα μικρός/με μεγάλους ποιητές»). Στα 36 ακόμα αναρωτιέται: Λέτε να συναντηθούμε; Και όταν φτάνει πια στα 70, στοχάζεται ανοιχτά για τη σχέση του με την ποίηση.
Έκλεισα προοδευτικά (πρόωρα) τα εβδομήντα Η ποίηση είχε σχεδιάσει να με αφήσει με φώναζαν με το μικρό ακόμη σπουδή δεν έκαμα μα τα έπινα με τους σπουδαίους αντάλλαξα δυο σπίτια για εγκωμιαστικά σχόλια έστυβα λεμόνια τις νύχτες -χομπίστα με αποκαλούσαν- και κατηφορίζοντας με θάψαν μαυροφόρετο αφού τους είπα τα ίδια θα προβάρουμε
Η συλλογή κλείνει με το ποίημα που δίνει και τον τίτλο της «ενθύμιον αυταπάτης». Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για μένα ότι κλείνοντας η Ερμοφίλη χρησιμοποιεί την οπτική ποίηση, όπως στο ποίημα με το οποίο ξεκινά. Αρχή και τέλος, λοιπόν, εντυπώνονται όχι μόνο με λέξεις αλλά και εικόνα. Και αν θέλω να είμαι ειλικρινής, πιστεύω ότι αν τα ενθύμια υπάρχουν για να βοηθούν τη μνήμη, αυτή δεν είναι παρά μια αυταπάτη. Διότι ό,τι πέρασε, η στιγμή, οι στιγμές, χάθηκε. Αυτό που έμεινε, δεν είναι πλέον η πραγματικότητα, αλλά εμείς θέλουμε να πιστεύουμε ότι είναι αληθινό.
μην κοροϊδεύετε τα κέρματα των εκκλησιών, οι ανοησίες τα δάκρυα ησυχάζουν
Το δεύτερο μέρος της συλλογής ξεκινά μ’ ένα motto που αιφνιδιάζει. Έχω την αίσθηση ότι με προετοιμάζει για ποιήματα με έντονη αγωνία αλλά και για μια ανάγκη για εσωτερική ηρεμία και ανακούφιση. Το θρησκευτικό στοιχείο χρησιμοποιείται εύστοχα, κατά τη γνώμη μου. Ακολουθούν 25 αυτοτελή ποιήματα, τα οποία κατά κανόνα, συνομιλούν με άλλους ποιητές (εν είδη Άλλου). Υπάρχουν όμως και δικά της μότο, τα οποία ως μικρά δώρα στον αναγνώστη, τον βοηθούν να κατοικήσει καλύτερα το σύμπαν της Ερμοφίλης δημιουργώντας τα δικά του νοήματα. Ας ξεκινήσω, λοιπόν, την ανάγνωση.
- Δίπλα στο φούρνο (κοντά στο πουθενά), Ο κύριος μΠλουμ αφήνει το νεροχύτη να στάζει. Ένας άντρας που δεν αντέχει και φορά τα ρούχα του αν και κάθεται εκεί που δεν φυσάει.
- Το Τραπέζι γίνεται στον 21ο αιώνα που η Σφίγγα μπήκε από το παράθυρο. Μια τοποθέτηση στη σύγχρονη εποχή ενώ ο αναγνώστης, ως άλλος Οιδίποδας, αφήνεται να λύσει το αίνιγμα. Αν και είναι μάταιο («άπελπις η προσπάθεια/έμεινες καιρό στο σκοτάδι»).
- Το 2019, ήμασταν τυχεροί που ντυθήκαμε άνθρωποι και «Περιχαρείς ευδοκιμήσαμε οφθαλμαπάτες». Είναι άραγε και αυτό μια αυταπάτη; Ότι είμαστε άνθρωποι;
- Ο Παρεμπόδιστος συναντά τον Γιάννη Αντιόχου σε μια Πτήση – πλανέ. Σανιδώνοντας ένα μαύρο αυτοκίνητο, αναρωτιέται: Εσείς/θρηνήσατε τις σιωπηρές σας Λειτουργίες;
- Τρεις τελείες ανάμεσα σε δυο εισαγωγικά («…»), αξιώνουν το ρόλο του τίτλου όσο η Πόλα η Πολωνέζα ζητά την αντίσταση να ταιριάξει στα υποταγμένα μας μέτωπα Υ.Γ. στην υπερσύγχρονη κοινωνία μας.
- Στις 24 Σεπτεμβρίου, Μια γραμμή και/ένα σταυροδρόμι/σταθήκανε. Ένα ποίημα που απευθύνεται στον Πατέρα. Μήπως στο θεό;
- Η συνταγή είναι, κατά την άποψη μου, ένα ποίημα για το Νίκο Καρούζο, ο οποίος θα ήταν πολύ περήφανος γι’ αυτό.
Πλήττω τα νέφη εξισσορροπώ τις αναθεω- ρήσεις και τυγχάνει να παράγω ομόηχα ή ομοούσιες νερό- καταλήξεις. Ο ποιητής συνηθίζει να ξεναγεί τα άστρα, πρόβατα, υψίπεδα, οροπέδια, στριμωχτά αλογάκια και τα βατραχάκια ενίοτε. Τις λίγες ώρες ξεσπιτώνει τους κοντινούς γλάρους -να του τραγουδάνε- o sole mio love you. Σε αντίστοιχες αυτών εξαφανίζεται- δε συζεί, μόνο αλλόθρησκες μάταιες βοσκοπούλες σκόπιμα φωτίζει. Οικονομικές ενισχύσεις ποτέ δε ζητάει. Ήρωες τους αδιάφορους πονεί να κάμει. Κι εσείς τώρα, εσείς, τη νεροβράζουσα εποχή στοιβάζετε σπαθιά, κλωστήρια, ευερέθιστες επιδερμίδες, επιδαπέδια τασάκια, δημοφιλείς τηλεοράσεις στις εξοχές σας, χωρίς τα σινιάλα να περιμένετε. Κραυγή [σσσσσ...] τι; Σιωπή παρακαλώ, δεν είστε μόνοι∙ ακολουθήστε τον ποιητή σας προτού κοιμηθεί.
- Η κλίνη, επίσης, συνομιλεί με το Νίκο Καρούζο, και παραδέχεται «Σήμερα/τρία φυσίγγια/αγνώστων τεμάχισαν/το ψέμα».
- Στο Δεύτερο Σκέλος, η Ερμοφίλη δημιουργεί τόσο ένα ποιητικό όσο και ένα οπτικό σύμπαν. Οι λέξεις συνδυάζονται αλλά και συνυπάρχουν σε μια φαινομενική αλλά καθόλου τυχαία σειρά.
- Αντίστοιχα, στην ανάταση, η οπτική αναπαράσταση μαζί με την επανάληψη της λέξης «θέλω» επιτείνουν την ένταση μιας φωνής που απαιτεί ν’ ακουστεί, ενός ποιητικού εγώ που απαιτεί την ικανοποίηση των «θέλω» του, και επιζητά, επιτέλους, νηφαλιότητα.
- Οι στίχοι του Βασίλη Αμανατίδη, ως motto στα Στάχυα, υπενθυμίζουν τη σημασία του Άλλου (Κάθε νόημα/υπάρχει επειδή υπάρχουμε, μα κι’ επειδή/δεν είμαστε μόνο ένας). Οι στροφές συνδιαλέγονται: Ποιος εσύ; Ποιος εγώ; Ποιος;
- Η Απ-ουσία είναι ίσως το πιο χαρακτηριστικό οπτικό ποίημα της συλλογής καθώς η απουσία των φωνηέντων αποδίδει με ποιους τρόπους μπορεί να λειτουργήσει η απουσία του Άλλου. Μπορούμε να καταλάβουμε τη λέξη αλλά σίγουρα όχι να τη διαβάσουμε φωναχτά.
- Η Μασσαλία ΙΙ ακολουθεί τη Μασσαλία του Νίκου-Αλέξη Ασλάνογλου και απευθύνεται ρητά στον ποιητή «Έφυγες στο τίποτα του ερέβους και της στιγμής».
- Στον Φθόνο της Σύγχρονης Πολιτείας, διάβασα την αγωνία του σύγχρονου σκεπτόμενου ανθρώπου ν’ ακουστεί μέσα σε μια κοινωνία που δεν επιτρέπει «στους ολίγους να βρουν/την ωδή της ανάσας τους».
- Στην Γενέθλια ώρα, η πατρική φιγούρα έχει όλα τα ονόματα: Μπαμπά, Πατέρα, φίλε. Και η μομφή δεν έχει οίκτο: Άτολμε,/μπαμπά,/φοβήθηκες.
- -17- και η ποιήτρια μένει «μόνη/ασύμμετρη από λέξεις/πεζοποιήματα και/αφηρημένες επαναλήψεις»
- Ένα άτιτλο ποίημα είναι αφιερωμένο στη Μαρία Λαϊνά, την οποία η Ερμοφίλη ευχαριστεί στο τέλος για τις επισημάνσεις και το χρόνο της. Οι αδημοσίευτοι στίχοι της μεγάλης ποιήτριας δίνουν φωνή στο τίποτα: «από το τίποτα/γίνεται κάτι/ναι,/έτσι κι’ έγινε/ναι, αλλά τι;/Από το τίποτα, θεέ μου/έφυγες/και όμως μείναμε εσύ κι’ εγώ»
- Το Αύριο είναι αφιερωμένο στην Αφροδίτη ενώ στη Σαντορίνη, το ερώτημα τίθεται ανελέητο: Μαμά, πόσο ακόμη θα/τριγυρνάς ανορθόδοξα/γύρω μου;
- Το Προ-τελευταίο συνομιλεί με τη Νανά Ησαϊα και το [τέλος δεύτερου βιβλίου] συνομιλεί με το πρώτο ποίημα από την πρώτη ενότητα: Αβάπτιστε, μη χτίζεις άλλο/σκοπούς εσπερινούς
Ο σύγχρονος ποιητής Γιάννης Αντιόχου είπε ότι η ποίηση της Ερμοφίλης «είτε σου ταιριάζει είτε σε στενεύει και σε πληγώνει». Κι εγώ θα προσθέσω ότι σε κάθε περίπτωση δεν σε αφήνει ανεπηρέαστο γιατί καταφέρνει να συνομιλήσει με το ασυνείδητο. Μετά την ανάγνωση των ποιημάτων της συλλογής, ο κάθε αναγνώστης θ’ αντιδράσει με το δικό του τρόπο. Εγώ θέλησα να γράψω.
Κλείνοντας, να θυμάστε: το θέμα μας είναι το σημερινό!
Ευχαριστώ πολύ