«Καταφύγιο», Δέσποινα Γεώργα
Ζήτησα καταφύγιο θα πει
φώναζα για βοήθεια όταν με εγκατέλειπε ο εαυτός μου.
Θα πει πως πιάστηκα από τετράδια και σελίδες
που μισοσβημένες και χιλιομουτζουρωμένες
με κοίταζαν ανέκφραστα.
Θα πει πως τίποτα γύρω δεν έβγαζε νόημα,
πέρα από το εδώ και το τώρα!
Ζήτησα καταφύγιο θα πει πως φοβήθηκα,
πως δίστασα, πως κρύφτηκα πίσω από το δάχτυλό μου,
όταν το καθήκον με φώναζε και εγώ έκανα πως δεν ακούω.
Θα πει πως τα τετράδια που έσκισα
ήταν πιο πολύτιμα και από τα ίδια μου τα ρούχα.
Τώρα είμαι γυμνή.
Μπροστά σου, αν θες, λευκό τετράδιο, λευκή σελίδα,
παράθυρο που φτιάχτηκες από μηδενικά και μαθηματικά που δεν καταλαβαίνω.
Και δεν μπορώ να σταματήσω να σκέπτομαι πως
αν είχα έρθει νωρίτερα
θα είχα προλάβει να σώσω όπως όπως την κατάσταση.
Ζήτησα καταφύγιο τις μικρές εκείνες ώρες τις νύχτας.
Έστω και αργά, έστω και με χέρια που τρέμουν.
Γιατί οι στίχοι είναι καθρέφτης,
που άλλοτε γυαλίζει και άλλοτε παραμορφώνει.
Κι αν τολμήσεις να του χαμογελάσεις, θα σου χαμογελάσει πίσω αβέβαια.
Μα αν τολμήσεις να δακρύσεις, θα σου ανοίξει έναν κόσμο ολάκερο.