Η χυδαιότητα στην ποίηση, και η ομορφιά της
Ακούγοντας τον όρο «ποίηση», δημιουργείται μια εικόνα ομορφιάς και λεπτότητας στο μυαλό μας, σχεδόν αυτόματα. Και δεν είναι τυχαίο αυτό.
Η τέχνη της ποίησης, κατά βάση, βασίζεται στην χρήση εκφραστικών λέξεων με σκοπό την μετουσίωση των συναισθημάτων του ποιητή σε κείμενο. Όπως όλες οι τέχνες, χαρακτηρίζεται από την ομορφιά που εκπέμπει και από τον βαθύ και έντονο συναισθηματισμό της. Διαβάζοντας και παρατηρώντας τα πιο αντιπροσωπευτικά και κλασικά δείγματα αυτής της τέχνης, βλέπουμε πως η γλώσσα που χρησιμοποιείται είναι υψηλότερου επιπέδου από αυτή που χρησιμοποιούμε στην καθημερινότητα μας, χωρίς αυτό να σημαίνει πως χρησιμοποιούνται, απαραίτητα και πάντα, δυσανάγνωστες και σπάνιες λέξεις.
Ειδικά στην ερωτική ποίηση, ένα από τα πλέον πιο γνωστά λογοτεχνικά είδη, οι γλυκές κουβέντες, η περιγραφή όμορφων τοπίων και εικόνων και οι λεπτεπίλεπτες αναλογίες, είναι χαρακτηριστικά που συναντάμε συνέχεια. Λουλούδια που μοσχοβολούν, θάλασσες που λαμπυρίζουν κάτω από τις ηλιαχτίδες και χάδια τρυφερά, πριν τον ύπνο.
Αλλά ακόμα και στην μη-ερωτική ποίηση, το γλωσσικό επίπεδο παραμένει υψηλό και οι αναλογίες, το ίδιο εκλεπτυσμένες.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ποίηση όπως όλες οι τέχνες, δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα μόνο καλούπι. Το να ξεφεύγει ο ποιητής από την πεπατημένη, και να δημιουργεί με βάση τους δικούς του κανόνες έκφρασης και προσωπικότητα, δεν τον κάνει απαραίτητα «κακό» ποιητή, απλά διαφορετικό. Το διαφορετικό μπορεί να μην το δεχόμαστε στην αρχή, αλλά είναι σίγουρα αναγκαίο για οποιαδήποτε εξέλιξη.
Αρκετοί λογοτέχνες αρκέστηκαν στην απλή, καθημερινή γλώσσα για να εκφράσουν αυτά που επιθυμούσαν, χωρίς να τους νοιάζει να επιδείξουν τις γνώσεις τους πάνω στον πλουραλισμό του ελληνικού (και μη) λεξιλογίου ή χωρίς να έχουν την ανάγκη των όμορφων αναλογιών. Άλλοι μάλιστα προτίμησαν το ακριβώς αντίθετο, την περιγραφή του άσχημου, του παρείσακτου, του μη-επιθυμητού, του τρομακτικού. Κλασσικό παράδειγμα αυτής της περίπτωσης, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, που έχει κερδίσει τον τίτλο του «καταραμένου ποιητή». Η ποίηση του Μπωντλαίρ ήταν σκοτεινή, μιλούσε για την παρακμή, για την ηδονή, την βία, για θέματα που τότε θωρούντουσαν ταμπού. Η γνωστή του ποιητική συλλογή, «Τα Άνθη Του Κακού», προκάλεσε έντονες, αρνητικές αντιδράσεις όταν δημοσιεύθηκε και καταδικάστηκε για προσβολή της δημόσιας αιδούς. Έξι ποιήματα από την συλλογή, απαγορεύτηκαν.
Το Ψοφίμι
Θυμάσαι φως μου, εκείνο που αντικρίσαμε
κάποιο καλοκαιριάτικο πρωί τόσο γλυκό;
Σ’ ενός μονοπατιού το στρίψιμο κειτότανε
ένα ψοφίμι στα χαλίκια φριχτό!
Με πόδια σηκωμένα σαν γυναίκα ακόλαστη,
που φλόγα και φαρμάκια ο ίδρως της ξερνά,
άνοιγε την κοιλιά του την δυσώδικη,
νωχελικά και κυνικά εκεί δα!
Ο ήλιος πάνω στη σαπίλα αυτή αχτιδόλαμπε
για να την ψήσει όσο μπορούσε πιο πολύ,
να ξαναδώσει στη μεγάλη φύση τρίδιπλα,
ό,τι είχε μια φορά συνθέσει αυτή.
[…]
Κι όμως θα γίνεις σαν και το ψοφίμι αυτό το απαίσιο,
σαν τη σαπίλα τούτη τη φριχτή,
αστέρι των ματιών μου κι ήλιε, εσύ, της πλάσης μου,
εσύ άγγελέ μου, αγάπη μου τρελή.
Άλλοι ποιητές, μπορεί να μην διάλεξαν ταμπού θεματολογία, αλλά ταμπού λεξιλόγιο. Όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στην ποίηση συνήθως χρησιμοποιούνται ιδιαίτερες λέξεις. Αν όχι, το λεξιλόγιο παραμένει απλό. Σε πιο σπάνιες περιπτώσεις, βλέπουμε χρήση βωμολοχιών, και χυδαιολογίας.
Πολλοί αναγνώστες ποίησης, ειδικά της κλασικής και πιο διαδεδομένης, συνήθως ξινίζουν βλέποντας χρήση βρισιών ή χυδαίων λέξεων, χλευάζοντας το έργο, αμφιβάλλοντας για την ποιότητα του και κατηγορώντας το ως πρόστυχο και μη-αποδεκτό. Αυτό θα μπορούσε να θεωρηθεί και μορφή ελιτισμού. Ναι, είναι σπάνιο φαινόμενο να εμφανίζονται χυδαίες λέξεις στην ποίηση, αλλά αυτό δεν σημαίνει πως μειώνει απαραίτητα το επίπεδο της ποιότητας της ή ό,τι είναι «λιγότερο ποίηση». Μάλιστα, έχουν υπάρξει εξαιρετικοί ποιητές, που χρησιμοποιούσαν συχνά βρισιές στην ποίηση τους, όπως ο Ντίνος Χριστιανόπουλος. Η ποίηση του, βαθιά ανθρώπινη και αληθινή, παρόλο είχε βωμολοχίες, παρέμεινε εξαιρετική.
Ο διψασμένος δε ρωτάει
αν το νερό είναι γλυφό
Ο πεινασμένος δε θυμώνει
αν του πετάξουν ξεροκόμματο
κι όταν η καύλα χτυπάει στο μυαλό
καλύτερα η προστυχιά παρά η τρέλα
Ο Χριστιανόπουλος έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια για την λέξη “καύλα” και την χρησιμοποιούσε συχνά όχι μόνο στην ποίηση του, αλλά και σε συνεντεύξεις και στον καθημερινό του λόγο.
«Είδατε τι ωραίες καταστάσεις μπορεί να μας δημιουργήσει το λεξιλόγιο; Εγώ έχω ένα δικό μου λεξιλόγιο. Ας πούμε, έχω αντικαταστήσει τη λέξη «επιθυμία» με τη λέξη «κάβλα». Αυτό σου φαίνεται αστείο. Όταν όμως το ακούσεις για πρώτη φορά, μένεις ξερός. Βρίσκω δηλαδή έναν τρόπο να καθηλώσω τον άλλον με λέξεις που δεν τις περιμένει… Ή, ας πούμε, αντικαθιστώ τη φράση «είμαι καλά» με τη φράση «είμαι καβλά». Μπήκε ένα βήτα, άλλαξε όλο το περιβάλλον…»
Ο Χριστιανόπουλος είναι αρκετά διαδεδομένος ποιητής, έχοντας μάλιστα βραβευτεί πολλές φορές για την τέχνη του, κι ας αρνήθηκε αυτές τις βραβεύσεις, καθώς δεν έβρισκε ουσία στις διακρίσεις τέτοιου τύπου.
«Είμαι εναντίον της κάθε τιμητικής διάκρισης, απ’ όπου και αν προέρχεται. Δεν υπάρχει πιο χυδαία φιλοδοξία από το να θέλουμε να ξεχωρίζουμε. Αυτό το απαίσιο “ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων”, που μας άφησαν οι αρχαίοι.»
Ακόμα και τώρα όμως, μετά τον θάνατο του και την πολιτισμική κληρονομιά που μας έχει αφήσει, κάποιοι θεωρούν την ποίηση του ανάρμοστη, άσχημη και προσβλητική. Κι όλα αυτά, για μια μικρή λεξούλα. Την «καύλα».
Η ίδια αντίδραση υπάρχει γενικά σε κάθε ποίημα που περιέχει μια πιο πικάντικη λέξη, όπως στο ποίημα του Τίτου Πατρίκιου.
Η βιντεοκασέτα
Κι αν γύριζε ο χρόνος πίσω στην αρχή
όπως γυρίζει πίσω μια βιντεοκασέτα
το ίδιο αδέξια, με την ίδια ταραχή
τα ίδια θα κάναμε, άσ’ τα και γάμησέ τα.
Για κάποιους αυτό το ποίημα μπορεί να θεωρείται σκουπίδι, μόνο και μόνο βλέποντας τις λέξεις «γάμησε τα», και άλλοι να το νιώθουν πολύ κοντά στην καρδιά τους, ειδικά για το «γάμησε τα».
Βρισιές και απλή γλώσσα δεν χρησιμοποιούν μόνο οι Έλληνες ποιητές φυσικά. Ο Τσάρλς Μπουκόφσκι πέρα από βιβλία με πεζό κείμενο, έγραφε και ποίηση. Η ποίηση του Μπουκόφσκι έχει δεχτεί αρκετές κριτικές, λόγω της απλότητας της. Αλλά φυσικά, υπάρχουν άτομα που την απολαμβάνουν και τους αγγίζει, όπως και να ‘χει. Ο συγγραφέας δεν φοβόταν να χρησιμοποιήσει και αυτός βωμολοχίες, όπως στο παρακάτω ποίημα από την συλλογή «Στου τελευταίου ποτηριού το σφυροκόπημα»:
Ωμά
Τα ποιήματα μου είναι ωμά
σαν τα βγαλμένα εντόσθια
ενός γατόψαρου
Αυτό που μετράει είναι ο καλύτερος
τρόπος με τον οποίο ξεμπερδεύεις-
Κάποιες φορές είναι το γαμήσι
κάποιες άλλες η τρέλα,
κάποιες άλλες η αυτοκτονία,
Ό,τι σου βρίσκεται
πρόχειρο.
Οι λέξεις είναι μια χαρά
σαν λέξεις
Μα ποτέ μην τις αφήσεις
να σου σταθούν εμπόδιο.
Το ποίημα αυτό, περιγράφει υπέροχα το πως στην ποίηση δεν παίζουν ρόλο οι λέξεις αυτούσιες, αλλά το πως τις χρησιμοποιείς και με τι σκοπό. Και όχι μόνο στην ποίηση, αλλά και γενικά στην ζωή μας, αν προχωρήσουμε σε μια πιο φιλοσοφική σκέψη.
Στην τελική, οι «πρόστυχες» λέξεις είναι πρόστυχες επειδή εμείς τους δώσαμε αυτή την ιδιότητα. Μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως προσβολές, αλλά δεν είναι από μόνες του προσβλητικές και ίσως αυτό είναι που δυσκολεύει κάποιους αναγνώστες όταν τις βρίσκουν στην ποίηση, το γεγονός ότι δεν μπορούν να τις αποσπάσουν από την προσβλητικότητα.
Η χυδαιότητα, μπορεί να αποκτήσει την δική της ομορφιά σε ένα ποιητικό γραπτό. Ίσως να προσδίδει μια ομορφιά που είναι αναγκαία, που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την καθώς πρέπει και συνηθισμένη έκφραση ομορφιάς.
Ακόμα και το σοκ, που κάποιος μπορεί να νιώσει βλέποντας «βρώμικες» κουβέντες σε ένα ποίημα, είναι ένα συναίσθημα από μόνο του. Οι συχνοί αναγνώστες ποίησης, πολλές φορές κρίνουν το έργο πριν επιτρέψουν στους εαυτούς τους να το νιώσουν, από αντανακλαστική αντίδραση που δημιουργεί η τακτική ανάγνωση διαφορετικών κειμένων. Η ουσία της ποίησης όμως, όπως και κάθε τέχνης, είναι το να την νιώσουμε πρώτα και ίσως, μετά, να την κρίνουμε ως προς την ποιότητα της.
Ίσως έτσι, στο τέλος, να την απολαμβάνουμε και περισσότερο.