Φώναξε ο Νότιας
σε κάθε κλειστό παράθυρο με θέρμη:
«Ανοίξτε τα παραθυρόφυλλα να μπω,
να χαϊδέψω τα θλιμμένα σας όνειρα,
να ζεστάνω τα παγωμένα σας κορμιά,
να σκουπίσω τα βρεμένα σας μάγουλα.
Κι από ένα μικρό μπαλκόνι,
ξεπρόβαλε ευθύς ένα όμορφο κορίτσι,
που ρίγησε στο πέρασμα του ανέμου,
και ρόδισε το χλωμό της πρόσωπο…
Ύστερα έγειρε χαμογελώντας
να χαζέψει την αναστάτωση που έφερε
ο απρόσκλητος επισκέπτης στη γειτονιά.
Παρέες κοριτσόπουλα σταμάτησαν να ισιάξουν τα μαλλιά τους
κι άλλα, χασκογελώντας, να ημερέψουν τις φούστες τους.
Μια εφημερίδα αιωρήθηκε
και προσγειώθηκε σ’ ένα κεφάλι
και μια γειτόνισσα βιάστηκε να κλείσει τα πατζούρια,
από φόβο μην την αγγίξει ο ζεστός αέρας
και της πάρει τη χλωμάδα…
Καλωσήρθες! Καλωσήρθες Άνοιξη!