Ονειρεύτηκα τα όμορφα πέτρινα σπίτια
και τις καταπράσινες νοικοκυρεμένες αυλές,
με τους ασφόδελους και τα κρινάκια,
που σκαρφαλώνουν σε ραγισμένους τοίχους και δρομάκια.
Το πρώτο χιόνι όταν πέφτει
και αστραποβολά το τζάκι
και δίπλα του εγώ,
στης μαύρης νύχτας την σιγαλιά,
να βυθίζομαι στην αγνότητα
της παιδικής μου ηλικίας…

Μα τώρα πνίγομαι,
μέσα στην άγρια θάλασσα
ενός αδιάκοπου καλοκαιριού,
στις ξέρες και τα απολιθώματα
της αρχαίας γης
και στα τζιτζίκια που αδιάκοπα βουίζουν…
στο δεντρολίβανο και στο θυμάρι
που αιωνιότητα μυρίζουν…
Κάποτε ήμουν ένα μικρό κορίτσι,
κάποτε ήμουν ένα αθώο παιδί.