Νυχτερινό – Στέλιος Αγγελόπουλος
Δε μπορεί να ζει κανείς με τους νεκρούς.
Έτσι και εγώ, πολλά βράδια πέρασα
χτυπώντας δυνατά τα πόδια μου,
μήπως αναστήσω τους πεθαμένους.
Κάθε χτύπημα ακουγόταν βαρύ,
στην αποπνικτική ησυχία της νύχτας,
στα σαπισμένα από υγρασία ξύλα.
Μάταιη φασαρία η πλήξη.
Πολλά βράδια πέρασα, με σταυρωμένα τα χέρια μου στο στήθος.
Περίμενα έναν πνευματικό, να ακούσει τα δάκρυα
που θα κυλούσαν με λυγμούς,
όταν η σπασμένη φωνή θα ομολογούσε τη μοναξιά της.
Λησμονεί κανείς τη θλίψη που προκαλεί σε ανθρώπους.
Βράδιασε.
Πάλι τα δάχτυλα γράφουν για δικά μου καμώματα.
Και αναρωτιέμαι, αν είναι ανάρμοστο να γελά κανείς
κάτω από ένα φεγγάρι, που φωτίζει μόνο για εκείνους,
που δε κάλυψαν τις σχισμές στα σπασμένα παραθυρόφυλλα.
Σε κάθε βραδινή βάρδια υπάρχει πάντοτε μια αδιάκοπη βαβούρα.
Άλλοτε μια ακούρδιστη κιθάρα, ένα παράφωνο τραγούδι, μια ησυχία που κάνει το τέντωμα των δαχτύλων μου να ακούγεται, σαν κλαριά που σπάνε από ένα γερασμένο δένδρο.
Και θαρρείς τελειώνει με το ξύπνημα του κόσμου. Όπως τώρα.
Καλημέρα. Σήμερα θα παραστήσω τους πεθαμένους
Στέλιος Αγγελόπουλος