Το βιβλίο καθόταν πάνω στο τραπέζι, παρέα με άλλο ένα του ίδιου συγγραφέα. Μια ευκαιρία είχε αντικαταστήσει την παραμονή του στο ράφι, ευκαιρία για μια νέα ανάγνωση, αυτή τη φορά από το νεότερο μέλος της οικογένειας. Δεν το έπιασα κατευθείαν. Μια ανόητη προκατάληψη με αποθάρρυνε. Μέχρι που έφτασε εκείνο το βράδυ και, γυρεύοντας μια πηγή ερεθισμάτων, ξεκίνησα αδιάφορη να διαβάζω. Η υποτιμητική αυτή στάση μου, που αντιμετώπιζε το βιβλίο με απόλυτη καταναλωτική διάθεση, σαν μια χλιαρή ταινία για να περάσει η ώρα, αμέσως γύρισε σε γοητεία και θαυμασμό. Και το όνειρο ξεκίνησε.

Στο Το ροζ που δεν ξέχασα, βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, δημοσιευμένο το 1991, βυθιζόμαστε στις αναμνήσεις και τις σκέψεις του αφηγητή, ενός ταξιτζή, ο οποίος με αποσπασματικό τρόπο ανατρέχει στο παρελθόν της δεκαετίας του 50’.  Ένας μοναχικός τύπος, βραδινός, θυμάται καταστάσεις από τα παιδικά του χρόνια, τις σχέσεις του με τα οικογενειακά μέλη, ενώ ταυτόχρονα συνυπάρχει και συγκρούεται με την Πολωνέζα ερωμένη του και τη μικρή της κόρη στο παρόν της δεκαετίας του 90’.

Το χρώμα ροζ βέβαια δεν είναι τυχαίο στον τίτλο. Η γλώσσα του βιβλίου, έντονα ανοικειωτική, μιλάει με χρώματα. Δεν είναι λίγες οι φορές που επανέρχονται οι αποχρώσεις του κίτρινου –πορτοκάλι, λεμόνι, νεράντζι, μανταρίνι- αλλά και το ροζ, στην ατμόσφαιρα του διαμερίσματος, στο πάτωμα του οδοντιατρείου, στο σώμα της Μάρτα, στα ροζ τριαντάφυλλα. Τα τελευταία μάλιστα παίρνουν μια ανατριχιαστική ποιητική διάσταση, καθώς επιφέρουν τον εκούσιο θάνατο στις γυναίκες της οικογένειας, γενιά τη γενιά μέχρι τον αφηγητή. «Τα τριαντάφυλλα είναι ο θάνατός μας».  Ξαπλωμένη στο νοσοκομειακό κρεβάτι, λέει η γιαγιά του:

«Και η μάνα μου, η προγιαγιά σου η Δέσποινα […] όταν έφτασε η ώρα της, πήγε, παιδί μου, στο φράχτη […] κι έχωσε το μούτρο της ανάμεσά τους κι έτρωγε ένα απόγευμα κάτι άσπρα τριαντάφυλλα με κιτρινάδι από μέσα, σαν αυγά ανθισμένα. Το βράδυ πέθανε και μοσκοβόλησε όλη η σάλα[…]»

Η σχέση του αφηγητή με τη γιαγιά του αποτυπώνεται με γοητευτική ζωντάνια. Είναι η γυναίκα που τον μεγαλώνει, μετά τον θάνατο της μητέρας του και την απομάκρυνση του πατέρα του,  αφιλτράριστη, απότομη και ταυτόχρονα τρυφερή. Μαζί της περνάει τις μέρες του στο σινεμά, παρέα με την κυρία Αντύπα και τον κύριο Ταξιάρχη. Ο τελευταίος είναι που του εμπνέει και τη θητεία -τη θρησκεία θα μπορούσαμε να πούμε- του ταξιτζή.

«[…] με υπερασπιζόταν ο Ταξιάρχης πιστεύοντας ακράδαντα πως όλοι εμείς οι νυχτερινοί άνθρωποι αποτελούμε το κλαμπ των αγίων μιας άγραφης ακόμη Διαθήκης.

‘Πού θα πάει, όμως; Κάποιος Ευαγγελιστής ταξιτζής θα κάτσει να τη γράψει…και τότε να δεις πώς γίνεται η τραγιάσκα φωτοστέφανο’ […]»

Ένα επάγγελμα, ο ταξιτζής, που συνεισφέρει στη γενική αίσθηση μοναξιάς και ήπιας στεναχώριας που αποπνέει το βιβλίο, ιδιαίτερα στο αστικό τοπίο της δεκαετίας του 90’. Μαζί με τον αφηγητή βιώνουμε την αγωνία της Μάρτα να φύγει επιτέλους από το μικρό υπόγειο διαμέρισμα και να μεταναστεύσει στην Αμερική. Η σχέση των δύο, αισθησιακή σε πολλά σημεία, μοιάζει βασικά αποξενωτική, ανίκανη να καλύψει το συναισθηματικό κενό του αφηγητή. Αυτός, έχοντας απωθήσει -ή χάσει- τα περισσότερα οικογενειακά πρόσωπα, φαίνεται πως τελικά βρίσκει ένα είδος σωτηρίας στη λιγομίλητη παρουσία της Μαλίνα, την κόρη της Μάρτας. Και σε αυτήν πλέον εξωτερικεύει τις σκέψεις και τις θύμησές του, όσο ταξιδεύουν στην πόλη με το ταξί.

Έτσι λοιπόν, σαν όνειρο κυλάει το έργο αυτό, όνειρο που ξεχειλίζει αισθήσεις. Η ανάγνωσή μου κράτησε τρεις μέρες, αλλά αν μπορούσα θα το είχα ρουφήξει μονάχα σε ένα βράδυ. Ο αφηγητής θυμάται την ερωτική μητέρα, θυμάται τον πόνο, το αίμα, τη βία του πατέρα, τα δόντια που άργησε να αποκτήσει, τη γιαγιά, τα τριαντάφυλλα και τόσα άλλα που αποκτούν υπόσταση στη διάρκεια της αφήγησης: φράσεις και κινήσεις που επαναλαμβάνονται σαν mantra. Κι εγώ γεύομαι παράλληλα τη στεναχώρια του, τον καπνό από τα τσιγάρα, σκέφτομαι τη γιαγιά μου, νιώθω με τη γλώσσα μου τα δόντια μου μήπως εντοπίσω κάποιο πόνο. Χάνομαι μέσα σε χρώματα και σκέφτομαι τι μεταφορικά αντιπροσωπεύουν. Υπάρχουν στιγμές που δεν τον καταλαβαίνω και αγανακτώ με την κακία που βγάζει στους γύρω του. Νιώθω την πνιγερή μιζέρια, νιώθω και την ομορφιά. Αντιλαμβάνομαι τη νοσταλγία μιας Αθήνας που δε γνώρισα ποτέ…

 

Η ανάγνωση μπορεί κάποια στιγμή να τελειώνει, όμως το όνειρο μοιάζει να συνεχίζεται, μέσα στην ατέρμονη κούρσα.

Αγαθή Νικολαΐδου