Μέσα από την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου
«Κι ἂν θὰ διψάσεις γιὰ νερὸ θὰ στίψουμε ἕνα σύννεφο
Κι ἂν θὰ πεινάσεις γιὰ ψωμὶ θὰ σφάξουμε ἕνα ἀηδόνι
Μόνο καρτέρει μία στιγμὴ ν᾿ ἀνοίξει ὁ πικραπήγανος
N᾿ ἀστράψει ὁ μαῦρος οὐρανὸς νὰ λουλουδίσει ὁ φλόμος.»
Το 1911 γεννιέται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και στιχουργούς, ο Νίκος Γκάτσος. Αφού σπούδασε στο τμήμα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, το 1931 δημοσίευσε το πρώτο ποίημα του στο περιοδικό Νέα Εστία με τίτλο «Της Μοναξιάς». Το 1943, μέσα στην κατοχή, εκδίδει την πρώτη και μόνη ποιητική του σύνθεση με τίτλο «Αμοργός». Και με τη γέννηση αυτής της ποιητικής σύνθεσης κατοχυρώνεται η αρχή για ένα μεγάλο κεφάλαιο της ελληνικής ποίησης.
Τί νὰ μοῦ κάμει ἡ σταλαγματιὰ ποὺ λάμπει στὸ μέτωπό σου;
Τὸ ξέρω πάνω στὰ χείλια σου ἔγραψε ὁ κεραυνὸς τ᾿ ὄνομά του
Τὸ ξέρω μέσα στὰ μάτια σου ἔχτισε ἕνας ἀητὸς τὴ φωλιά του
Μὰ ἐδῶ στὴν ὄχτη τὴν ὑγρὴ μόνο ἕνας δρόμος ὑπάρχει
Μόνο ἕνας δρόμος ἀπατηλὸς καὶ πρέπει νὰ τὸν περάσεις
Πρέπει στὸ αἷμα νὰ βουτηχτεῖς πρὶν ὁ καιρὸς σὲ προφτάσει
Καὶ νὰ διαβεῖς ἀντίπερα νὰ ξαναβρεῖς τοὺς συντρόφους σου
Ἄνθη πουλιὰ ἐλάφια
Νὰ βρεῖς μίαν ἄλλη θάλασσα μίαν ἄλλη ἁπαλοσύνη
Νὰ πιάσεις ἀπὸ τὰ λουριὰ τοῦ Ἀχιλλέα τ᾿ ἄλογα
Ἀντὶ νὰ κάθεσαι βουβὴ τὸν ποταμὸ νὰ μαλώνεις
Τὸν ποταμὸ νὰ λιθοβολεῖς ὅπως ἡ μάνα τοῦ Κίτσου.
Γιατί κι ἐσὺ θά ῾χεις χαθεῖ κι ἡ ὀμορφιά σου θά ῾χει γεράσει.
Μέσα στοὺς κλώνους μιᾶς λυγαριᾶς βλέπω τὸ παιδικό σου πουκάμισο νὰ στεγνώνει
Πάρ᾿ το σημαία τῆς ζωῆς νὰ σαβανώσεις τὸ θάνατο
Κι ἂς μὴ λυγίσει ἡ καρδιά σου
Κι ἂς μὴν κυλήσει τὸ δάκρυ σου πάνω στὴν ἀδυσώπητη τούτη γῆ
Ὅπως ἐκύλησε μιὰ φορὰ στὴν παγωμένη ἐρημιὰ τὸ δάκρυ τοῦ πιγκουίνου
Δὲν ὠφελεῖ τὸ παράπονο
Ἴδια παντοῦ θά ῾ναι ἡ ζωὴ μὲ τὸ σουραύλι τῶν φιδιῶν στὴ χώρα τῶν φαντασμάτων
Μὲ τὸ τραγούδι τῶν ληστῶν στὰ δάση τῶν ἀρωμάτων
Μὲ τὸ μαχαίρι ἑνὸς καημοῦ στὰ μάγουλα τῆς ἐλπίδας
Μὲ τὸ μαράζι μιᾶς ἄνοιξης στὰ φυλλοκάρδια τοῦ γκιώνη
Φτάνει ἕνα ἀλέτρι νὰ βρεθεῖ κι ἕνα δρεπάνι κοφτερὸ σ᾿ ἕνα χαρούμενο χέρι
Φτάνει ν᾿ ἀνθίσει μόνο
Λίγο στάρι γιὰ τὶς γιορτὲς λίγο κρασὶ γιὰ τὴ θύμηση λίγο νερὸ γιὰ τὴ σκόνη…

Εκεί ακριβώς κρύβεται η σπουδαιότητα του Νίκου Γκάτσου, στην Αμοργό που φημολογείται ότι γράφτηκε μέσα σε μια νύχτα. Μέσα από μόνο μια ποιητική σύνθεση, που διακόπτεται από σημεία πεζού λόγου, ο Γκάτσος κατάφερε να αποτελέσει ορόσημο στην ελληνική υπερρεαλιστική ποίηση και να επηρεάσει τους μελλοντικούς ποιητές.
Ο Σταύρος Ξαρχάκος λέει για την Αμοργό πως «Είναι ο πύργος ενός ελληνικού αλλά και παγκόσμιου οράματος ζωής – έρωτα, πόνου, θανάτου, ελπίδας, ανάστασης».

Ο Μάνος Χατζιδάκις, που αργότερα μελοποίησε τους στίχους του Γκάτσου, είχε πει σε συνέντευξή του πως «Δεν ξέρω να σας πω τι θα ήταν η ποίηση χωρίς την «Αμοργό». Πάντα πιστεύω ότι η ποίηση και η μουσική έχουνε μια αυτάρκεια και δεν περιμένουνε τα καινούργια έργα για να ξαναυπάρξουν. Αλλά μπορώ να πω πόσο σημαντικό ποίημα είναι η «Αμοργός»: υπήρξε το πιο ολοκληρωμένο ποιητικό κείμενο στην εποχή που βγήκε, διότι καμία από τις εργασίες των άλλων σημαντικών μας ποιητών εκείνου του καιρού, που άσκησαν μεγάλη επίδραση στα ελληνικά γράμματα, δεν έδωσε με τόση πυκνότητα και τόση αρτιότητα ένα ολόκληρο ποίημα, όπως είναι η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου.» […] «Πρέπει λοιπόν να δούμε τον Γκάτσο αφενός μεν μέσα από το εξαίσιο ποίημα που μας έδωσε και αφετέρου ν’ ανακαλύψουμε μέσα στα τραγούδια του τη μοναδικότητά του, κάτι που δεν το έχουν οι άλλοι τραγουδοποιοί. Πολλοί συγκαταλέγουν τον Γκάτσο ανάμεσα σ ’όλους εκείνους που γράφουν στίχους. Όμως αυτός δεν έχει σχέση με τους άλλους. Ο ένας ξεκινάει από την ποίηση, οι άλλοι ξεκινάνε από τους στίχους και προσπαθούν να πλησιάσουν την ποίηση, αλλά παραμένουν στιχουργοί. Ενώ ο Γκάτσος, παρ’ όλο που στιχουργεί για να κάνει ένα τραγούδι, παραμένει πάντα ποιητής. Και στις μεγαλύτερες στιγμές στο τραγούδι, φτιάχνει αριστουργήματα.»
Η αρχή, όμως, δεν ήταν εύκολη και το ποιητικό έργο του δεν αναγνωρίστηκε από τους περισσότερους κριτικούς της εποχής. Χαρακτηριστικά στις 15 Οκτωβρίου 1943 στο Ελεύθερο Βήμα ο Μιχάλης Ρόδας, γνωστός κριτικός και ποιητής της εποχής έγραψε για την Αμοργό «Γιατί αυτή η στιχουργία σε μια εποχή που το χαρτί στοιχίζει ολόκληρη περιουσία; Και γιατί «Αμοργός» αφού δεν υπάρχει τίποτε από το γραφικό νησί των Κυκλάδων; Πρέπει να σημειώσω ότι κάπου-κάπου διαφαίνεται η ποιητική πρόθεσή του, ο ποιητικός παλμός του, και αν δεν επρέσβευε την αρλουμπολογία, ασφαλώς το κείμενό του θα είχε κάποια αξία. […] Εάν όμως πιστεύει ότι αυτή είναι ποίηση, τότε τον λόγο έχει και ο αγαπητός Κώστας Δελακοβίας, όχι ως ποιητής πλέον, αλλά ως ειδικός και διαπρεπής εις τα διανοητικά και νευρολογικά», ενώ ο Α. Σπύρης κάνει λόγο για το πόσο άχαρο είναι να είσαι κριτικός όταν έχεις ν’ αντιμετωπίσεις τέτοια βιβλία.
Και κοιτώντας μέσα στα μάτια και την αντιμετώπιση της εποχής σε οτιδήποτε πρωτοπόρο, ερχόμαστε στο τώρα, όπου ο κανόνας μας δείχνει πως οποιαδήποτε ιδέα που κινείται έξω από το συνηθισμένο αρχικά κατακρίνεται και λίγες φορές επικροτείται. Αυτό, όμως, που δεν έβλεπαν τότε ήταν πως ο Γκάτσος, μέσα από την Αμοργό και μερικά μετέπειτα ποιήματά του, κατάφερε να ανοίξει τη πόρτα της ποίησης και στη στιχουργική που επέλεξε να κινηθεί αργότερα. Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μάνο Χατζιδάκι, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο και άλλους Έλληνες συνθέτες, ενώ έχει τραγουδηθεί από τους περισσότερους παλιούς και σύγχρονους ερμηνευτές. Έφυγε από τη ζωή στις 12 Μαΐου το 1992 στην Αθήνα.
Ενδεκάτη Εντολή
Ερμηνεία: Νανά Μούσχουρη
Στίχοι: Νίκος Γκάτσος
Συνθέτης: Γιώργος Χατζηνάσιος
Ρίξ’ ένα βλέμμα σιωπηλό
στον κόσμο τον αμαρτωλό
και δες η γη πως καίει.
Και με το χέρι στην καρδιά
αν δε σ’ αγγίξει η πυρκαγιά,
ψάξε να βρεις ποιος φταίει.
Σα χαμοπούλι ταπεινό
που δεν εγνώρισ’ ουρανό
και περπατάει στο χώμα,
την ενδεκάτη εντολή
δεν την σεβάστηκες πολύ
γι’ αυτό πονάς ακόμα.
Την ενδεκάτη εντολή
δεν την σεβάστηκες πολύ
γι’ αυτό πονάς ακόμα.
Είναι καινούργια και παλιά
σαν της ψυχής την αντηλιά,
σαν της καρδιάς τα βάθη.
Μα μες του κόσμου τη φωτιά
που μπερδευτήκαν τα χαρτιά
κανείς δε θα τη μάθει.
Τράβα να βρεις τον Μωυσή
και ξαναρώτα τον κι εσύ
μήπως αυτός την ξέρει
την ενδεκάτη εντολή
που ‘ναι ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.
Την ενδεκάτη εντολή
που ‘ναι ολοκάθαρο γυαλί
και κοφτερό μαχαίρι.
Στην παγωμένη σου ερημιά
το γέλιο γίνεται ζημιά
κι η ομορφιά σκοτάδι.
Έτσι είναι φίλε μου η ζωή
φέρνει τον ήλιο το πρωί
την καταχνιά το βράδυ.
Κάνε λοιπόν υπομονή
τώρα που φως δε θα φανεί
κι ούτε θα `ρθει καράβι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλοι της γης οι σκλάβοι.
Την ενδεκάτη εντολή
την ξέρουν μόνο οι τρελοί
κι όλοι της γης οι σκλάβοι.
«Καληνύχτα λοιπόν βλέπω σωρούς πεφτάστερα να σας λικνίζουν μα εγώ κρατώ στα δάχτυλά μου τη μουσική για μια καλύτερη μέρα.»
Τα αποσπάσματα σε γκρι πλαίσιο είναι από την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου. Βιογραφικά στοιχεία για τη ζωή και το έργο του αντλήθηκαν από το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.