Δεν είχε τίποτα κλασικό και τίποτα όμορφο

ο τρόπος που τρέχαμε πάνω στην άσφαλτο

σαν να πετάμε!

Και εγώ δεν τρόμαξα,

μήτε όταν τα μαλλιά μου τρύπωναν με δύναμη στα μάτια

μήτε όταν ένιωθα τα χέρια μου να ξεκολλούν.

Και όταν φώναξες πως τίποτα πια δεν είναι αλήθεια,

ένα πρωινό του Ιούλη,

σκέφτηκα πως να

εδώ φτάσαμε να σπαταλάμε τη ζωή μας.

Σαν δυο γραμμές που δεν τέμνονται,

που δεν συναντιόνται

παρά μονάχα καταδικάζονται.

Φαντάσου μετά την σιωπή μεταλλική,

τις κουβέντες να περισσεύουν

την ημέρα που ο έρωτας έγινε παιχνίδι

και εγώ και εσύ καθίσαμε

σε εκείνες τις σκούρες πράσινες πολυθρόνες

ο ένας απέναντι απ’ τον άλλο

να αναγνωρίζουμε πως χάσαμε

για ακόμα μια φορά.