Η δικτατορία της ευτυχίας
Ένας διαφορετικός οδηγός σελφ-λοβ
Υπάρχει μια λέξη στα Γιαπωνέζικα που σημαίνει να επουλώνεις σπασμένα θραύσματα με
χρυσό. Kitsungi. Η τέχνη της αντοχής. Η τέχνη της ανθεκτικότητας. Το ξέρατε ότι όταν
σπάει ένα βάζο στην Ιαπωνία, δεν σκέφτονται: σκουπίδι. Όταν σπάει κάτι εύθραυστο, η
πρώτη κίνηση μας είναι να το μαζέψουμε από το πάτωμα κομμάτι κομμάτι, όπως
μαζεύουμε τα δικά μας κομμάτια στο τέλος της μέρας και τα ακουμπάμε σε πατώματα και
ξένα κρεβάτια. Η δεύτερη, να τα πετάξουμε, όχι ένα ένα, όλα μαζί, στα σκουπίδια.
Σου έχει τύχει όμως να σπάσεις μια αγαπημένη σου κούπα; Όχι σε θραύσματα που
σκορπάνε στο πάτωμά σου σαν χούφτα άμμος και βρίσκεις κομμάτια τους για μήνες σε
μέρη και γωνίες που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν. Σε δύο μόνο κομμάτια. Ίσως σε τρία.
Σου έχει τύχει να διστάζεις πάνω από τον κάδο πριν τα ρίξεις, όχι όλα μαζί, ένα ένα μέσα
του; Πέντε δευτερόλεπτα που εύχεσαι να μπορούσες να γυρίσεις τον χρόνο πίσω.
Kitsungi, η τέχνη του να ξανακολλάς αυτό που έχει σπάσει, με χρυσό. Λάκκα και σκόνη. Και
όπως οι Ιάπωνες μαζεύουν τα κομμάτια από το πάτωμα και τα ξαναενώνουν, έτσι και εμείς,
ίσως μπορούμε να κρατήσουμε για λίγο αυτά τα σπασμένα κομμάτια που ακουμπάμε σε
πατώματα και ξένα κρεβάτια, και να γεμίσουμε τα κενά και τις πληγές τους με χρυσό.
Λάκκα και σκόνη. Μικρές μαγείες της καθημερινότητας.
Μικρές μαγείες.
Ρωτάω τους γύρω μου, μια θάλασσα από σώματα που κρατούν τα κομμάτια τους ανάμεσα
στα ίδια τους τα χέρια και μερικές φορές, σπάνε από την πίεση, και μερικές φορές, κάποια
τα πετάνε όλα μαζί, ή ένα ένα, στα σκουπίδια, εσένα τι σε κάνει να νιώθεις ζωντανός;
Ρωτάω την γιαγιά που κάθεται και κεντάει στην αυλή ένα απόγευμα Οκτώβρη, δύο χέρια
γεμάτα λευκή δαντέλα και κλωστή. Δύο χέρια που στάζουν ιστορία. Κάθομαι και τα κοιτάω,
τόσο μικρά, ρυτιδιασμένα, πόσο απαλά γλιστράνε πάνω στο κέντημα της. Μου λέει, μου
αρέσει να πίνω ελληνικό καφέ εδώ, με τις γατούλες, και να κεντάω. Ένα φλιτζάνι ζεστός
καφές, ένα λουκούμι, ζάχαρη άχνη, και το κέντημα. Αδέσποτες γατούλες. Σκέφτομαι, αυτά
αρκούν για να κρατάνε τα δικά της κομμάτια ενωμένα. Άλλωστε ακόμα έχει τα χέρια της.
Ακόμα κεντάνε όπως κεντούσαν κλωστή κλωστή δεκαετίες ολόκληρες. Αναρωτιέμαι σε τι
πατώματα και τι κρεβάτια έχει ακουμπήσει αυτή τα κομμάτια της.
Αναρωτιέμαι αν η δική μου γενιά η γενιά της αδέσποτης αβεβαιότητας, του υπομονή και
υπομονή και λίγο ακόμα, της δικτατορίας της χαράς, του χαμογέλα, μην σε παίρνει από
κάτω, και ας μην ξέρεις τι θα σου ξημερώσει όχι σε μία εβδομάδα, ούτε καν αύριο, μπορεί
να ζει για ένα φλιτζάνι ελληνικό. Έστω, για παγωμένο φρέντο και αντί για λουκούμι και
κέντημα, ένα πακέτο τσιγάρα που καπνίζουμε μεσάνυχτα στην Ναυαρίνου. Εμείς, και οι
αδέσποτες γατούλες.
Σαν παιδιά, όταν χτυπούσαμε, ψάχναμε μια αγκαλιά. Ένα χάδι. Γιατί ξέραμε ότι μέσα σε
δύο χέρια αγαπημένα, όλα θα έμοιαζαν πιο φωτεινά. Ο πόνος δεν θα έφευγε. Η πληγή
ακόμα θα έτσουζε, αλλά δεν τρέχαμε να πετάξουμε ολόκληρο το χέρι και ολόκληρο το πόδι
μας επειδή πονούσε, και σίγουρα το μόνο που μας ένοιαζε ήταν να γυρίσουμε γρήγορα
πίσω στο παιχνίδι μας.
Πότε ξεκινήσαμε να πετάμε κομμάτια ολόκληρα του εαυτού μας επειδή μας πονάνε; Πότε
σταματήσαμε να ζούμε για τις μικρές στιγμές; Για την στιγμή, που θα γυρίσουμε πίσω στο
παιχνίδι μας;
Δεν ξέρω πότε αποφασίσαμε συλλογικά να ζούμε σαν απορρυθμισμένα ρομπότ μέσα σε
μια κοινωνία βουτηγμένη στα πρέπει, βουτηγμένη σε προθεσμίες, σε προκαθορισμένες
στιγμές-ορόσημα, σταθμού ζωής με μόνο οδηγό εμάς, εμάς ανθρώπους πνιγμένους μέσα
της, μέσα σε 24 ώρες που δεν φτάνουν να χωρέσουν το διπλό οχτάωρο ύπνου-δουλείας,
σεξ, κοινωνική ζωή, υπάρχει ακόμα, ναι, σελφ λοβ στο σελφ λοβ, και πώς να αγαπήσεις τον
εαυτό σου όταν συνεχώς τρέχεις έναν μαραθώνιο στον οποίο δεν θυμάσαι ποτέ να
αποφασίζεις να συμμετέχεις μόνος σου.
Να κάνεις πράγματα. Να γίνεις άνθρωπος, είχα ακούσει μια φορά. Άνθρωπος ξύλο, ναι.
Που ζει για τα ορόσημα: πανεπιστήμιο-πτυχίο- μεταπτυχιακό – δουλεία στο δημόσιο 8-5,
Σαββατοκύριακο ελεύθερο, φυσικά (βλέπε: σελφ λοβ) – γάμος – παιδί – σύνταξη –
θάνατος. Κάπου εκεί ανάμεσα, αγορά ακινήτου, κινητού, αυτοκινήτου, ότι κινείται και δεν
κινείται και το χρειάζεσαι γιατί το έχουν και οι άλλοι. Γιατί έτσι είναι. Έτσι, πρέπει. Και ας
έχει φτάσει ο κατώτατος μισθός να φτάνει ίσα ίσα για τα φρέντο και τα τσιγάρα που
λέγαμε.
Δεν ξέρω πότε αποφασίσαμε ότι η ζωή είναι αυτό: ένας διάδρομος ορόσημα χωρίς στροφές
και παρακάμψεις. Δεν ξέρω γιατί πιστεύουμε ότι η ζωή είναι μόνο τα μεγάλα πράγματα.
Η ζωή δεν είναι ο διάδρομος. Δεν ο γάμος και η σύνταξη και το διδακτορικό που
ονειρεύεται η μάνα σου για εσένα. Είναι το σήμερα. Το τώρα. Αυτή η στιγμή. Τα μικρά
απρόσμενα θαύματα. Μια χούφτα στιγμές ανάμεσα σε οχτάωρα ύπνου και δουλείας. Εκεί
ανάμεσα είναι ζωντανή. Στις μικρές στιγμές ανάμεσα στις μεγάλες. Εκεί μέσα αποκτούν όλα
σημασία.
Μικρές μαγείες. Ο τρόπος που η σκιά του δέντρου έξω από το παράθυρο σου κινείται
πάνω στο δέρμα σου όταν ξυπνάς πιο αργά από ότι ήθελες και έχεις νεύρα. Όταν ένας
άγνωστος στον δρόμο σου χαμογελάει, και το εννοεί. Το να κάνεις κάποιον που θες να
φιλήσεις να χαμογελάει. Το τέλεια ώριμο μάνγκο. Να κάθεσαι στο περβάζι με τον άνθρωπό
σου Μάιο βράδυ και να μοιράζεστε ένα μπουκάλι ροζέ. Από το σαλόνι, να ακούγεται η
μουσική σας. Λεντ Ζέπελιν και Ξύλινα Σπαθιά. Τα χείλη του ανθρώπου που αγαπάς στο
πίσω μέρος του λαιμού σου. Το γέλιο τους. Ένα παγωμένο μήλο που στάζει χυμό στα δόντια
σου ένα καυτό μεσημέρι Αυγούστου στο χωριό.
Όταν η μία και μοναδική γάτα κοντά σε εσένα και την παρέα σου διαλέγει τα δικά σου πόδια για να ξαπλώσει. Οι κερασιές την άνοιξη. Μια χούφτα ζεστά κάστανα τον Νοέμβρη.
Ρακόμελο, Καβάφης και τρεις φίλοι. Το πρώτο σας φιλί.
Αυτές.
Αυτές είναι οι στιγμές για τις οποίες ζούμε.
Αυτές τις στιγμές ψάχνεις όταν νιώθεις τα κομμάτια σου να ραγίζουν και τρέχεις να
γεμίσεις τα κενά ανάμεσα τους. Χρυσός, λάκκα και σκόνη. Τα δύο αγαπημένα χέρια που
έψαχνες παιδί όταν πονούσες. Ένα φλιτζάνι ελληνικός. Ζάχαρη άχνη. Αυτές είναι οι
στιγμές που συλλέγουμε όπως μαζεύουμε τα σπασμένα κομμάτια από το πάτωμα, όπως
μαζεύουμε τα κορμιά μας μετά την δουλεία, μετά την αποτυχία, τον καυγά, τον χωρισμό.
Γιατί αυτές θα μας κρατήσουν ζωντανούς ανάμεσα στις μεγάλες στιγμές. Τα ορόσημα που
ίσως αγγίξουμε, ίσως πάλι και όχι. Γιατί μερικές φορές δεν θες να πετάξεις, ούτε κομμάτι
κομμάτι, ούτε ολόκληρη την αγαπημένη σου κούπα στα σκουπίδια.
Μερικές φορές σου φτάνει να την αγγίξεις όπως θα άγγιζες τον εαυτό σου. Να την γεμίσεις
καφέ, ένα πρωί δίπλα σε κάποιον άλλο, μαζί στο πάτωμα, τα κομμάτια σας ανακατεμένα.
Να πίνετε καφέ και να γελάτε. Και αν ποτέ δεν καταφέρεις να προχωρήσεις ολόκληρο τον
διάδρομο με τα ορόσημα, και αν ο δικός σου είναι γεμάτος στροφές, τότε τουλάχιστον θα
ξέρεις ότι για μία στιγμή, υπήρχες, όχι μόνο σαν εύθραυστο κομμάτι στα πατώματα. Αλλά
ολόκληρος και γεμάτος. Και ας μην κρατάς τα κομμάτια σου με χρυσό.
Η προσπάθεια μετράει.
Χαρά Καρυπίδου