«Πολύ λίγα πράγματα στη Φύση έχουν χιούμορ. Ίσως το ανθρώπινο ζώο να μην έχει συνεισφέρει τίποτα στο σύμπαν εκτός από το φιλί και την κωμωδία -αλλά, μα το Θεό, απ’ αυτά συνεισέφερε μπόλικα

Τομ Ρόμπινς, Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν (1976)

Όταν οι περισσότεροι από εμάς πασχίζουμε να «ντύσουμε» τους εαυτούς μας με ιδιότητες και προσδιορισμούς, με τίτλους και επιτεύγματα, ο Τομ Ρόμπινς κάνει στους ήρωές του ακριβώς το αντίθετο: τους απογυμνώνει εντελώς, ώσπου αυτό που μένει είναι μονάχα η πιο πυρηνική επιθυμία τους. Εκείνη η επιθυμία της οποίας την προέλευση αγνοούν, ή ακόμα και αδιαφορούν για αυτήν, κι όμως την αφήνουν να τους ορίσει και να τους οδηγήσει εκεί που ίσως ανήκουν. Όπως ένα κορίτσι που γεννιέται με αφύσικα μεγάλους αντίχειρες και αποφασίζει να γίνει η βασίλισσα του ωτοστόπ.

To μυθιστόρημα Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1976 από τον Αμερικανό συγγραφέα Τομ Ρόμπινς. Κεντρική ηρωίδα του βιβλίου είναι η Σίσσυ Χάνκσοου, ένα κορίτσι που γεννήθηκε από μία τυπικά συντηρητική οικογένεια του αμερικάνικου Νότου, συγκεκριμένα στο Ρίτσμοντ της Βιρτζίνια. Η ζωή στον αμερικάνικο Νότο δεν επιφυλάσσει καμία έκπληξη και ο χρόνος κυλάει τόσο αργά που δεν γίνεται καν αντιληπτός. Έτσι, η ζωή της Σίσσυ θα είχε όλες της απαραίτητες προϋποθέσεις για να είναι απόλυτα ασφαλής και ανιαρά αναμενόμενη, αν δεν είχε γεννηθεί με δύο σφάλματα της Φύσης: με δύο αντίχειρες, μεγάλους σαν μπράτσα μωρού, που έμοιαζαν να ‘χουν δικό τους παλμό και κρεμόντουσαν από τα μικρά, παιδικά χεράκια, αδιάφοροι για τις εντυπώσεις που δημιουργούσαν.

[…] «Λοιπόν», είπε μετά από λίγο ο θείος της, «είσαι τυχερός που δεν τους πιπιλάει».
«Και να ‘θελε δεν θα μπορούσε», είπε ο μπαμπάς της Σίσσυ, υπερβάλλοντας. «Θα ‘πρεπε να ‘χει ένα στόμα σαν δεξαμενή».
[…] «Πάντως», αστειεύτηκε ο θείος της καθώς απομακρυνόταν, «αυτό το πιτσιρίκι θα έσκιζε στο ωτοστόπ…»

Ενώ οι άνθρωποι γύρω της έβλεπαν τους αντίχειρές της σαν άτυχες παραφωνίες στην, κατά τα άλλα, αρμονική σιλουέτα της, η Σίσσυ δεν άργησε να αντιληφθεί πως γύρω τους υπήρχε μία ιδιαίτερη παρουσία. Και από την πρώτη φορά που σήκωσε το χέρι της για να κάνει ωτοστόπ (σε έναν σκίουρο), κατάλαβε πως τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στην έλξη τους. Μπορούσε να ταξιδέψει όπου ήθελε, να δει όσα επιθυμούσε και να αποφύγει εκείνα που την περιόριζαν, απλά σηκώνοντας τον αντίχειρά της. Έτσι, η ηρωίδα αποφασίζει να ζήσει τη ζωή της στον δρόμο, κάνοντας ωτοστόπ σε όποιο όχημα βρισκόταν στο πέρασμά της, αναζητώντας το μέγιστο των δυνατοτήτων των παραμορφωμένων δαχτύλων της. Ακολουθεί τα βήματα του Τζακ Κέρουακ (με τον οποίο ο συγγραφέας μας πληροφορεί πως διατηρούσε ερωτική επαφή).

Ο δρόμος όμως φέρνει τη Σίσσυ στο Ράμπερ Ρόουζ: ένα ράντσο που διαχειρίζεται αποκλειστικά μία ομάδα από καουμπόισσες, ένα αμάλγαμα από απόκληρες και αποστάτισσες, που πασχίζουν να αποτινάξουν τις επιταγές μιας καθόλα ανδροκρατούμενης κοινωνίας, διατηρώντας παράλληλα ακέραιη τη σεξουαλικότητά τους. Εκεί γνωρίζει την καουμπόισσα Μπονάντσα Τζέλυ-μπην, που από μικρό παιδί ονειρευόταν να γίνει καουμπόισσα, και τον Τσινκ, έναν ερημίτη ψευτο-ινδιάνο, που γελάει ειρωνικά με τους πολέμους, τα κινήματα, και τις κοινωνίες, «χα χα χο χο και χι χι».

Στο Ακόμα και οι καουμπόισσες μελαγχολούν, ο συγγραφέας πραγματεύεται την αέναη διαμάχη μεταξύ του συμβατικού και του αυθεντικού. Αποκαλύπτει τις εξωτερικές εκείνες πιέσεις που δέχεται το άτομο προκειμένου να ενταχθεί, να γίνει αποδεκτό, να αρέσει. Η ηρωίδα, όπως και καθένας από εμάς, βρίσκεται πολλές φορές αντιμέτωπη με την ίδια της τη μοναδικότητα. Αυτήν την άλλοτε λατρεμένη της μοναδικότητα, μπαίνει στον πειρασμό να την αποκρύψει, ή ακόμη και να την αφαιρέσει, προκειμένου να ταιριάξει εκεί που οι αντίχειρές της μοιάζουν παράταιροι. Η Σίσσυ Χάνκσοου είχε από νωρίς καταφέρει να αποδεσμευτεί από κοινωνικές και οικογενειακές επιταγές και να αγαπήσει πραγματικά τον πιο αυθεντικό εαυτό της. Κι όμως φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει την αυθεντικότητά της, όταν υποκύπτει στον έρωτα. Κι ο έρωτας μπορεί συχνά να δράσει σαν καταλύτης διάβρωσης της προσωπικότητας, όταν η έλξη μας για το άλλο άτομο ξεπερνά κάθε ανάγκη συντήρησης του εαυτού.  

Η αντίληψη που κυριαρχεί συνήθως για τον έρωτα αφορά το συναίσθημα που γεννιέται ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Το συναίσθημα εκείνο που στην αρχή τους ενώνει, στη συνέχεια τους καταλαμβάνει και τελικά τους καταβροχθίζει, αφήνοντας πίσω του είτε μια γλυκιά, από κοινού ανάρρωση, είτε ίχνη μονάχα από αυτό που ήταν κάποτε οι δύο ερωτευμένοι.

Ο Τομ Ρόμπινς μας περιγράφει τον έρωτα που ξεκινά από το άτομο για τον εαυτό του. Ο έρωτας για τις ατέλειες και τις αδυναμίες μας, και όχι για μια ιδανική, υπερφίαλη προοπτική του εαυτού μας. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να τον βαφτίσουμε μήτε ναρκισσισμό, μήτε φιλοδοξία. Όχι, δεν είναι τίποτε από αυτά. Είναι αυτό που συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε τον απογυμνωμένο εαυτό μας, τους «αντίχειρές» μας. Γι’ αυτό και ο Τομ Ρόμπινς παραμένει, κατά την ταπεινή γνώμη του συντάκτη, ο πιο αναρχικά ρομαντικός συγγραφέας.

Μάνος Κουνενός