Στις 16 Μαΐου το 1703 φεύγει από τη ζωή ο Σαρλ Περώ, ο Γάλλος συγγραφέας αρκετών παιδικών παραμυθιών, όπως η Σταχτοπούτα, ο Παπουτσωμένος Γάτος, η Κοκκινοσκουφίτσα, η Ωραία Κοιμωμένη, ο Κοντορεβιθούλης και άλλα.

Όπως υποστηρίζουν πολλοί ψυχολόγοι, τα παραμύθια βοηθούν τα παιδιά να αναγνωρίσουν ένα μεγάλο εύρος συναισθημάτων, με αποτέλεσμα την καλύτερη έκφρασή και εξοικείωσή τους με αυτά. Τι γίνεται, όμως, όταν ένα παραμύθι συνδέεται με στερεότυπα; Πώς η Σταχτοπούτα έγινε η αφορμή για το «Σύνδρομο της Σταχτοπούτας» ή αλλιώς ο φόβος της ανεξαρτησίας;

Πάνω – κάτω την ιστορία της Σταχτοπούτας την γνωρίζουμε όλοι. Περιληπτικά, η ιστορία έχει ως εξής:

Το κεντρικό πρόσωπο του παραμυθιού είναι η Σταχτοπούτα, κόρη ενός πλούσιου εμπόρου. Η μητριά της και οι ετεροθαλείς αδελφές της υποβιβάζουν την Σταχτοπούτα σε ρόλο υπηρέτριάς τους, ενώ αυτές χαίρονται όλα τα πλούτη του εμπόρου, και την αναγκάζουν να κοιμάται στις στάχτες του τζακιού, απ’ όπου και το όνομα “Σταχτοπούτα”. Κάποιο βράδυ, την επισκέπτεται η νεράιδα-νονά της και της δίνει ένα φόρεμα, μια άμαξα κι ένα ζευγάρι γυάλινα γοβάκια, προκειμένου να πάει στον χορό του Πρίγκιπα. Ο πρίγκιπας εντυπωσιάζεται και την επόμενη μέρα, όταν η άγνωστη εμφανίζεται πάλι στο παλάτι. Καθώς δεν ξέρει τίποτα γι’ αυτήν, αποφασίζει να τη βρει χρησιμοποιώντας το γοβάκι που άφησε στις σκάλες φεύγοντας, βάζοντας τις γυναίκες της περιοχής να το δοκιμάσουν για να δει σε ποια ταιριάζει. Οι αδελφές της προσπαθούν με κόπους και βάσανα να φορέσουν το γοβάκι, προκειμένου να κερδίσουν τον πρίγκιπα, μάταια όμως, καθώς ταιριάζει μόνο στην Σταχτοπούτα, την οποία και παντρεύεται ο πρίγκιπας.

«Ζήσανε αυτοί καλά και εμείς καλύτερα» η φράση με την οποία τελειώνουν όλα τα παραμύθια. Στην πραγματική ζωή, όμως, τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά, η ιστορία ακριβώς εκεί ξεκινάει και ποτέ δε μαθαίνουμε αν εν τέλει οι ήρωες του παραμυθιού έζησαν καλά ή όχι. Ο όρος το Σύνδρομο της Σταχτοπούτας χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο ομώνυμο βιβλίο από τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Colette Dowling που συμβολίζει τη προσμονή της γυναίκας για εξωτερική βοήθεια, την αδυναμία της να σταθεί μόνη της στα πόδια της και να πάρει τη ζωή της στα δικά της χέρια και να την ορίζει μόνη της. Να τονίσω κάπου εδώ ότι παρόλο που το σύνδρομο της σταχτοπούτας περιεγράφηκε από τη συγγραφέα μέσα από τη δικιά της εμπειρία αφορά, ωστόσο, όλο το φάσμα των φύλων και όχι μόνο τις γυναίκες. Στην πραγματική μας ζωή το σύνδρομο αυτό προέρχεται από τον τρόπο ανατροφής μας. Στην παιδική ηλικία η υπερπροστασία, η έλλειψη ελευθερίας για πρωτοβουλίες, η πεποίθηση ότι οι γονείς έχουν πάντα το δίκιο και οι φράσεις όπως «Θα στο φτιάξω εγώ», «Πρόσεχε μη κάνεις λάθος», «Θέλω το καλό σου» δημιουργούν γύρω από το παιδί ένα δίχτυ προστασίας. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στην ενήλικη ζωή του να περιμένει συνεχώς κάπου να βασιστεί ή κάποιον να το σώσει.

Ας φέρουμε αυτή τη διαπίστωση σε αναλογία με το παραμύθι. Η νονά μέσα από το μαγικό της ραβδί εμφανίζεται ως δια μαγείας (ο άνθρωπος που περιμένουμε να μας σώσει) ώστε να βοηθήσει τη Σταχτοπούτα (το πρόσωπο που πάσχει) να πάει στον χορό και να γνωρίσει το πρίγκιπά της για να την βγάλει από την δύσκολη ζωή (το πρόβλημα). Η λύση στο πρόβλημα της ήταν να την μετατρέψει σε όμορφη και γοητευτική. Μέσα από αυτό, όμως, ανακύπτουν μερικά προβλήματα: α) το στερεότυπο ότι η γυναίκα πρέπει να βρίσκεται σε υποδεέστερη θέση, αφού παρουσιάζεται ως όμορφη, γλυκιά και μη αυτόνομη που έπρεπε να αποκτήσει την θηλυκή της ταυτότητα για να πετύχει τον στόχο της, χωρίς να της δίνεται η δυνατότητα επιλογής β) η απαλλαγή της ευθύνης για τις συνέπειες των πράξεων μας, καθώς το βάρος της ευθύνης μετατοπίζεται σε κάποιον άλλο γ) στην πραγματικότητα η Σταχτοπούτα δεν αισθάνθηκε ποτέ την ικανοποίηση της επιτυχίας μέσα από τις δικές της πράξεις και δ) ότι οι ερωτικές σχέσεις βασίζονται μόνο στην εξωτερική εικόνα και όχι στην προσωπικότητα και στον χαρακτήρα.

Παρομοιάζοντας αυτή την αναλογία με την πραγματικότητα για τελευταία φορά, βλέπουμε ότι το Σύνδρομο της Σταχτοπούτας συνδέεται με δύο πράγματα. Πρώτον, ότι ο φόβος της αποτυχίας υπερνικά την ανάγκη για ελευθερία και μας καθιστά μη αυτόνομους, άρα μη ανεξάρτητους. Έπειτα τα στερεότυπα και οι προσδοκίες της κοινωνίας για τις γυναίκες ότι πρέπει να υποτάσσονται, να παραμερίζουν τις επιθυμίες τους και να αρκούνται στη φθορά της εμφάνισης δημιουργούν “ένα δίχτυ από απωθημένες στάσεις και φόβους, που κρατάει τις γυναίκες σ’ ένα είδος μισόφωτου, κάνοντάς τες να αποφεύγουν την πλήρη χρήση του μυαλού και της δημιουργικότητάς τους” όπως λέει η ίδια η συγγραφέας.

Η αλήθεια είναι ότι πολλοί από εμάς έχουμε πει κάποια στιγμή «μακάρι να λυνόταν από μόνο του». Εκείνη τη στιγμή, μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία και την υποχρέωση να αναλάβουμε μόνοι μας τις αποφάσεις μας, τις συνέπειες των πράξεών μας και να πάρουμε τη σκυτάλη για τη ζωή μας, ώστε να μην την ζήσουμε αυτοπεριορισμένοι στις επιλογές των άλλων με τον φόβο της αποτυχίας και της απόρριψης. Ας σκεφτούμε, εξάλλου, ότι ακόμη και μια μικρή αλλαγή προς την ανεξαρτησία μας δεν παύει να είναι αλλαγή.

Πηγή για την περίληψη του παραμυθιού: Wikipedia