Παρομοιάζεις την οικογένεια με ασφαλές καταφύγιο, με «στέγη» κάτω απ’ την οποία θα αντιμετωπίσεις – ή έστω θα ξεχάσεις κάπως προσωρινά– έγνοιες, προβλήματα και πάθη. Αναφέρεσαι στον ώμο εκείνον που θα κλάψεις, στο χέρι απ’ το οποίο θα κρατηθείς, στην αγκαλιά που πάντοτε θα σε κάνει να λησμονείς όσα πασχίζεις ν’ αποτινάξεις από πάνω σου. Μα εγώ σήμερα θα σου μιλήσω για ένα διαφορετικό της πρόσωπο, τρομακτικά οικείο, ήδη γνωστό στον καθένα, ωστόσο συνεχώς σπρωγμένο κάτω από το χαλάκι.

Το πρόσωπο αυτό που πάντοτε υπήρχε, συνεχώς όμως κρυβόταν δεξιοτεχνικά πίσω από τα: «και τι θα πει ο κόσμος;», «συνετίσου, μας βλέπουν κι άλλοι», «θα τα πούμε στο σπίτι εμείς», «όταν γίνεις κι εσύ γονιός θα καταλάβεις». Η οικογένεια ανέκαθεν «τρόμαζε». Ήταν εκείνη, η αντίδραση της οποίας μας τρομοκρατούσε για κάθε απόφαση που θα παίρναμε, για κάθε νέο που θ’ ανακοινώναμε, για κάθε αποτυχία που θα αναγκαζόμασταν να μοιραστούμε μαζί της. Ήταν η πρώτη στην οποία θα μεταφέραμε γεμάτοι περηφάνεια νέα καλά, επιτυχίες και διακρίσεις, περιμένοντας την επιβεβαίωση πως κάτι καταφέραμε, πως κι εκείνη συνέβαλε τρόπον τινά στη δική μας προσωπική νίκη. Δεν υπάρχει άτομο πλήρως αυτονομημένο από τον οικογενειακό θεσμό.

Δεν είμαι τ’ όνομα, αλλά το επίθετό μου. Δεν είμαι η κοπέλα με τα πτυχία, το πιάνο και τις ξένες γλώσσες, αλλά η κόρη της εύπορης οικογένειας που κατάφερε να διαπρέψει χάριν της οικονομικής επιφάνειας των γονιών της. Δεν είμαι το ομοφυλόφιλο αγόρι που μένει δίπλα σου, αλλά ένα ατίθασο παρά φύσιν άτομο που η οικογένειά του δεν κατάφερε ποτέ να βάλει στον «ίσιο δρόμο». Δεν είμαι ο θαρραλέος νέος που αποφάσισε να τα παρατήσει όλα και ν’ ακολουθήσει τ’ όνειρό του, αλλά ο  ευθυνόφοβος ψευτο-επαναστάτης ανιψιός του συναδέλφου σου, που δε μπόρεσε ποτέ ν’ απορροφηθεί από την οικογενειακή επιχείρηση και επέλεξε τον εύκολο δρόμο της φυγής.  

Η –αν μη τι άλλο– προβληματική μας αλληλεξάρτηση από την ελληνική οικογένεια ζει και βασιλεύει. Από τη «διακίνηση» των τάπερ μέχρι την καθημερινή ανάκριση –ενδεδυμένη πάντοτε με το κάλυμμα του ενδιαφέροντος ή της θυματοποιημένης «απλά ρώτησα, πώς κάνεις έτσι;» ερώτησης– η οικογένεια σφίγγει τον κλοιό γύρω από το άτομο, κάνοντάς το σταδιακά να ετεροπροσδιορίζεται και να χαρακτηρίζεται αποκλειστικά μέσω αυτής. Μπορεί ακόμη να μιλάμε για την «αγία ελληνική οικογένεια», συνεχίζοντας να εξιδανικεύουμε την προστατευτικότητα/ χειριστικότητά της ως κάτι το ιδιαίτερο, που εκφράζει όσο τίποτα άλλο την ελληνική ψυχή. Πρόκειται, όμως, για έναν θεσμό-βραχυκύκλωμα που αντικατοπτρίζει ευκρινώς τα μελανά σημεία μιας «κοινωνίας σε κρίση», το πρώτο κύτταρο απ’ το οποίο πρέπει να ξεκινήσει η ανανέωση.

Οι  λιγοστές  εξαιρέσεις υπάρχουν για ν’ αναφέρονται και να χαροποιούν, για ν’ αποτελούν παραδείγματα προς έμπνευση –σίγουρα όχι προς μίμηση–, για να δείχνουν πως η κρίση οικονομίας, αξιών και θεσμών ή η «προβληματική» νέα γενιά δεν πρέπει ν’ αποτελούν τα βολικά άλλοθι που επανέρχονται διαρκώς, προκειμένου οι ευθύνες να μετατίθενται πάντοτε αλλού. Κλείνω με τη διαπίστωση αυτή, ελπίζοντας βαθιά στον περιορισμό –η πλήρης εξάλειψη θα ήταν ευκταία, φαντάζει ωστόσο ανέφικτη– της  αναφοράς στην οικογένεια ως τόπου επιστροφής και διαρκούς παλινδρόμησης μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ως μέρους κυριαρχούμενου από την ασφάλεια και την πραγματική αποδοχή του διαφορετικού. Γιατί απ’ όλα τα παραπάνω τίποτα δεν είναι.

*Πηγή έμπνευσης για την αποτύπωση των παραπάνω σκέψεων υπήρξε το βιβλίο του Δημήτρη Παπανικολάου, Κάτι τρέχει με την οικογένεια, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2018.

Ελευθερία Ψαρουδάκη