Έχει κάποια χρόνια που έχω δει την ταινία Love, σκηνοθετημένη από τον Gaspar Noé, και μπορώ να πω, πως ακόμα δεν την έχω ξεπεράσει. Με αφορμή κάποια πρόσφατα posts σχετικά με την ταινία, που εμφανίστηκαν στην αρχική των social media μου, σκέφτηκα να γράψω την κριτική μου πάνω σε αυτό το έργο. Και γράφοντας κριτική, εννοώ την καθαρά υποκειμενική γνώμη ενός συνεπαρμένου, ερασιτέχνη θεατή.

Θα ξεκινήσω με μια κριτική που δεν θα αποκαλύπτει την πλοκή της ταινίας, για τους αναγνώστες που δεν την έχουν δει ακόμη, και θα συνεχίσω με μερικές πιο λεπτομερείς σημειώσεις, βασισμένες σε διάφορες σκηνές, οι οποίες  θα εμπεριέχουν πολλές και διάφορες περιγραφές και αναλύσεις που θα μαρτυρούν την πλοκή του έργου. Μην φοβάσαι αναγνώστη μου, θα σε προειδοποιήσω, για να ξέρεις μέχρι που να διαβάσεις. Σε καμιά περίπτωση δεν θα ήθελα να καταστρέψω αυτή την ταινία για κανέναν.

Το Love έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Καννών του 2015, με σκηνοθέτη και σεναριογράφο τον αφοπλιστικό καλλιτέχνη Gaspar Noé. Ο Gaspar, είχε ήδη τρεις επιτυχημένες ταινίες στο ρεπερτόριο του πριν την πρεμιέρα του Love, όπως το Irréversible, η οποία είναι ίσως και η πιο γνωστή ταινία που έχει σκηνοθετήσει, με πρωταγωνιστές την Monica Belluci και τον Vincent Cassel (μια ταινία για την οποία επίσης καίγομαι να μιλήσω).

Το έργο είναι αρκετά γνωστό, και δικαίως ή αδίκως, έχει κολλήσει την ρετσινιά του «επιτηδευμένα εναλλακτικού cinema». Έχει δεχθεί καλές και κακές κριτικές, και οι γνώμες λίγο διίστανται, με 40% στο Rotten Tomatoes και 6.1/10 στο IMDb. Μην ξεχνάμε πάντως πως το Love, είναι το μικρό αδερφάκι των υπόλοιπων εξαιρετικών ταινιών του Gaspar Noé, και συγκρίνεται συνεχώς με αυτές. Πολλοί λένε πως ο Noé είχε φτάσει ήδη στην ακμή του ως σκηνοθέτης, οπότε δεν είχε μείνει κάτι καλύτερο να κάνει. Το θέμα είναι να το δούμε ως αυτοτελή ταινία, και όχι συγκριτικά με τις υπόλοιπες δημιουργίες.

Η ταινία Love, όπως ίσως να προϊδεάζει ο τίτλος, αφορά ένα ζευγάρι, την Ηλέκτρα, η οποία παίζεται από την Aomi Muyock, και τον Μέρφι, οπού παίζεται από τον Kurl Glusman. Η σχέση τους είναι θυελλώδης, περιπετειώδης, το πρότυπο ενός έρωτα που πιθανόν όλοι θα ήθελαν να ζήσουν έστω μια φορά στην ζωή τους. Περνάνε καλά, ζούνε την ζωή στο έπακρο, και δεν περιορίζουν τους σεξουαλικούς και συναισθηματικούς τους ορίζοντες. Το έργο δείχνει ακριβώς αυτό: Την πραγματικότητα ενός θυελλώδη έρωτα, την πιθανή πορεία που μπορεί να πάρει και τα λάθη που μπορεί να γίνουν πάνω σε αυτή.

Πριν μιλήσουμε περί σκηνοθεσίας, και κινηματογραφικών ιδιαιτεροτήτων, ας μιλήσουμε για τον ελέφαντα στο δωμάτιο, τον οποίο οφείλω να σημειώσω, προκειμένου να ενημερώσω και να προειδοποιήσω τον θεατή που βρίσκεται σε άγνοια.

Η ταινία διαθέτει πολλές, μακρόσυρτες και ρεαλιστικές ερωτικές στιγμές. Όταν λέω ρεαλιστικές, εννοώ πως κυριολεκτικά και δίχως υπερβολή, δείχνει τα πάντα. Η ταινία έχει χαρακτηριστεί πορνογραφική και έχει συγκριθεί με την ταινία Nymphomaniac η οποία είναι επίσης… κακοφημισμένη για τις ξεδιάντροπες σκηνές της. Αλλά, για να μην παρεξηγήσω την ταινία και σε απομακρύνω από αυτήν, αναγνώστη, το μόνο που θυμίζει πορνό είναι απλά η θέα των ιδιαίτερων σημείων του ανθρώπινου σώματος. Πέρα από αυτό, οι ερωτικές αυτές σκηνές, είναι αρκετά κοντά στην πραγματικότητα. Δηλαδή, ο σκοπός δεν είναι η σεξουαλική διέγερση του κοινού, αλλά η ακριβής απεικόνιση της πραγματικής ένωσης ενός ζευγαριού. Κι αυτό είναι ένα από τα στοιχεία που κάνει ξεχωριστή αυτή την ταινία και τις υπόλοιπες του Noé, η αληθοφάνεια της οποιαδήποτε σεξουαλικής πράξης (αλλά αυτό είναι συζήτηση για μια άλλη κριτική ταινίας).

Νιώθεις σχεδόν άβολα βλέποντας αυτές τις σκηνές, ξεχνάς για λίγο πως επρόκειτο για ηθοποιούς που βρίσκονται μπροστά από κάμερα και νομίζεις πως παρακολουθείς τις προσωπικές στιγμές μιας αληθινής σχέσης, με μουσική υπόκρουση, που ταιριάζει απόλυτα.

Οι ερωτικές σκηνές όμως, δεν είναι το μόνο που κάνει τις ταινίες του Gaspar να ξεχωρίζουν από τις υπόλοιπες. Ο κύριος σκηνοθετεί όντως. Ο χρόνος της ταινίας δεν κυλάει με τον τυπικό τρόπο, δηλαδή δεν ξεκινάει από την αρχή και τελειώνει στο τέλος. Ξεκινάει από το ένα σύμπαν, και σου εξιστορεί με διαλλείματα το άλλο, μέσα από την οπτική του Μέρφι. Στην μια σκηνή σου λέει πως αυτό είναι το παρόν, και στην επόμενη σκηνή σου εξηγεί το παρελθόν και πως κατέληξε αυτό να γίνεται παρόν. Κι όλο αυτό χωρίς να σε μπερδεύει, καθώς άμα δυσκολευτείς να καταλάβεις που βρίσκεσαι από τα πρόσωπα και την συνοχή, στο ξεδιαλύνει μέσω σχεδόν ασυναίσθητων διαφορών πάνω στους χαρακτήρες ή με την διαφορά στον φωτισμό, την διαφορά στα πλάνα και την σκηνογραφία.

Η εμφάνιση και ο αέρας της ταινίας, είναι απόλυτα ατμοσφαιρικός και ξεχωριστός, σε σχέση με οτιδήποτε έχεις ξαναδεί στον σύγχρονο κινηματογράφο του Hollywood. Η μουσική εναλλάσσεται από τις κλασσικές μελωδίες στις απαλές ροκ μελωδίες, και από εκεί σε ηλεκτρονικούς ήχους που θυμίζουν πάρτυ. Ο φωτισμός και τα χρώματα αλλάζουν συνεχώς, λόγω της προσπάθειας του σκηνοθέτη να ερμηνεύσει την αίσθηση της κάθε σκηνής, δίνοντας στην κάθε μια έναν διαφορετικό συμβολισμό. Η ταινία είναι απλά… όμορφη και σου δημιουργεί μια αίσθηση καλαισθησίας και οπτικής γαλήνης.

Οι ερμηνείες των ηθοποιών, μπορεί να μην είναι όλες άριστες αλλά ταιριάζουν απόλυτα στην συχνότητα που θέλει να μοιραστεί με το κοινό, η ταινία. Το «μπορεί να μην είναι όλες άριστες» το λέω καθώς δεν μπορώ να αγνοήσω την ερμηνεία της Aomi Muyock, που σίγουρα ξεχωρίζει από όλες τις άλλες. Ή ίσως να την ξεχωρίζω εγώ, μπερδεμένη από την μερική ταύτιση που νιώθω με τον ρόλο της Ηλέκτρας. Όπως και να ‘χει, οι ηθοποιοί δεν θα σου δημιουργήσουν ετεροντροπή όσο παρακολουθείς την ταινία.

Κι αυτό γιατί, το σενάριο δεν αφήνει περιθώριο για μεγάλα, υποκριτικά λάθη. Η ταινία είναι περισσότερο για τα μάτια, δίνοντας πολύ βάση στον οπτικό παράγοντα, αλλά όταν είναι να μιλήσει, γίνεται σχετικά λακωνική και στοχεύει κατευθείαν στο κέντρο.

Εκτός αν είσαι κυνικός ή δεν έχεις ερωτευτεί ποτέ σου. Οι εσωτερικοί μονόλογοι του Μέρφι όπως και οι υπόλοιποι διάλογοι, φαίνονται φυσικοί χωρίς να σε κάνουν να σκέφτεσαι από μέσα σου «κανένας άνθρωπος στον πλανήτη δεν θα σκεφτόταν/μιλούσε έτσι». Ίσως περιστασιακά να έχει κάποιες υπερβολές, αλλά δεν είναι υπερβολές ως προς την έννοια του ρεαλισμού, αλλά περισσότερο ως προς την συναισθηματική διαθεσιμότητα που συναντάς συνήθως γύρω σου. Εννοώντας πως, κάποια πράγματα σίγουρα θα μπορούσαν να ειπωθούν από ανθρώπινο στόμα, αλλά συνήθως δεν τα συναντάμε καθώς οι περισσότεροι φοβούνται να τα ξεστομίσουν.

Και για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας (η ταινία λέγεται “Αγάπη”, να σας υπενθυμίσω) για να σε αγγίξει περισσότερο αυτή η ταινία, ίσως θα πρέπει να έχεις ερωτευτεί φρικτά στην ζωή σου. Κι αν δεν έχεις ερωτευτεί φρικτά, ή θα σε κάνει να ανυπομονείς για το παραμύθι σου ή θα σε κάνει να μην θες ποτέ να ερωτευτείς. Μόνο αν την δεις, θα καταλάβεις γιατί το λέω αυτό.

Νομίζω όμως, πως κάποια κομμάτια σε συγκεκριμένες σκηνές, αξίζει να τα αναλύσω εκτενέστερα. Αυτό είναι το σινιάλο για να απομακρυνθείς από το κείμενο, αν δεν θέλεις να δεχτείς spoilers.  

Το έργο ξεκινάει με μια πολύ θαρραλέα σκηνή, κι αυτή περιέχει την Ηλέκτρα και τον Μέρφι, πάνω σε ένα κρεβάτι, να προχωρούν σε πρωινές, ερωτικές περιπτύξεις. Είναι από αυτές τις ρεαλιστικές σκηνές που περιέγραψα πιο πάνω και κρατάει περισσότερη ώρα απ’ ο,τι θα σε έκανε να νιώθεις βολικά. Η ταινία γενικά είναι αργή, αλλά η αίσθηση «καθυστέρησης» ξεχνιέται, όσο προχωράει η πλοκή.

Αφού ο Μέρφι τελειώσει, προχωράμε απότομα στην επόμενη σκηνή. Ο Μέρφι, με ένα απαλό μουστάκι, να ξαπλώνει δίπλα σε μια ξανθιά κοπέλα, η οποία σίγουρα δεν είναι η μελαχρινή Ηλέκτρα που είδαμε στην αρχή. Σηκώνεται από το κρεβάτι έχοντας τον δικό του προσωπικό μονόλογο, και πάει στο παιδικό δωμάτιο του σπιτιού όπου και βρίσκεται ο γιος του. Σύντομα καταλαβαίνουμε πως η ξανθιά κοπέλα στο κρεβάτι, είναι η μητέρα του μικρού.

Η αποκάλυψη, σε ένα λεπτό, βρίσκεται στις σκέψεις του Μέρφι. Τον καλέι η μητέρα της Ηλέκτρας, και δεν γνωρίζει τον λόγο. Η σκηνή συνεχίζει, με τις καταθλιπτικές σκέψεις του Μέρφι, όσο η αγουροξυπνημένη μητέρα ασχολείται με το μωρό. Είναι ξεκάθαρο, πως ο Μέρφι απεχθάνεται την πραγματικότητα του. Ο ειρμός του πλημμυρίζει από σκέψεις σχετικές με την Ηλέκτρα.

Κοντά εκεί, το πλάνο κοκκινίζει και γράφει αυτό:

Λατρεύω αυτή την μικρή λεπτομέρεια, το όνομα του πρωταγωνιστή και το πως σχετίζεται με τον λεγόμενο “Νόμο του Μέρφι”. Αν κάτι μπορεί να πάει στραβά, θα πάει.

Η ξανθιά κοπέλα που εμφανίζεται ως η σύντροφος του Μέρφι και η μητέρα του παιδιού, με το όνομα Όμι, ήταν η νεαρή γειτόνισσα του Μέρφι και της Ηλέκτρας. Η ιστορία μας πάει πίσω στο παρελθόν, και μας δείχνει το πως όλα πήρανε τον λάθος δρόμο, μετά από ένα μοιραίο βράδυ, όπου η Ηλέκτρα, ο Μέρφι και η ξανθιά γειτόνισσα προχώρησαν σε ερωτικές περιπτύξεις, και οι τρεις μαζί.

Μετά από αυτό, ο Μέρφι συνέχισε να βρίσκεται σεξουαλικά με την Όμι, οπού τελικά σε μια από αυτές τις συνευρέσεις, το προφυλακτικό του Μέρφι έσπασε, με αποτέλεσμα η Όμι να μένει έγκυος.

Αν κάτι είναι να πάει στραβά, θα πάει.

Ο Μέρφι ομολογεί το γεγονός στην Ηλέκτρα, οδηγώντας σε μια σκηνή ικανή να σου κόψει την ανάσα, με την Ηλέκτρα να χάνει τον έλεγχο και να πνίγει το δωμάτιο με τις κραυγές της.

Η ταινία συνεχίζει να μας πηγαίνει πίσω στο παρελθόν, με κάποια διαλλείματα τα οποία μας γυρνάνε στο παρόν και στον εσωτερικό μονόλογο του Μέρφι.  

Μια ακόμη λεπτομέρεια που λατρεύω, και δεν έχω καταφέρει να επιβεβαιώσω την θεωρία μου πάνω σε αυτήν, είναι μια παρελθοντική σκηνή, όπου δείχνει την Ηλέκτρα και τον Μέρφι σε ένα πάρτι. Σε εκείνο το πάρτι, ο Μέρφι καταλήγει να απατάει την Ηλέκτρα, με μια άγνωστη κοπέλα που γνωρίζουν και οι δύο για πρώτη φορά. Κλειδώνονται στο μπάνιο του σπιτιού, και κάνουν ο,τι κάνουν, ενώ η Ηλέκτρα έχει ήδη υποπτευθεί το τι συμβαίνει και καταλήγει να κοπανάει με δύναμη την πόρτα, χωρίς φυσικά να παίρνει απάντηση.

Την ώρα της πράξης, μεταξύ του Μέρφι και της ξένης γυναίκας, ο φωτισμός είναι πράσινος. Είναι αρκετά γνωστό, πως το πράσινο συμβολίζει την ζήλεια και τον φθόνο. Είναι άραγε τυχαία η επιλογή του χρώματος για την συγκεκριμένη στιγμή ή όχι; Επιλέγω να θεωρώ πως δεν είναι καθόλου τυχαία.

Μια ακόμα σκηνή χαραγμένη στο μυαλό μου, είναι και η προτελευταία, η οποία μας δείχνει την πρώτη γνωριμία του Μέρφι και της Ηλέκτρας. Γνωρίζονται σε μια υπαίθρια συνάντηση φίλων, και ξεκινούν έναν πανέμορφο διάλογο, περπατώντας. Μέσα σε αυτόν, αναλύουν και τις απόψεις τους πάνω στην αγάπη και τον έρωτα.

Η σκηνή είναι αρκετά συναισθηματικά φορτισμένη, όχι μόνο λόγω του προφανούς, δηλαδή αυτών που συζητάνε, αλλά διότι, καθώς έχοντας δει όλη την ταινία πια, συγκρίνεις το πως μπορεί να ξεκινήσει ένα ζευγάρι και πως να καταλήξει.

Συνοψίζοντας πια, η ταινία είναι απλά εξαιρετική. Ναι, θα μπορούσε να έχει λιγότερες ερωτικές σκηνές, αλλά αυτό έχει να κάνει πάντα και με την προσωπική γνώμη του κάθε θεατή. Προσωπικά, θεωρώ πως αυτές οι τόσο εξωφρενικά διαυγείς σκηνές σεξ και πάθους, πάνε την ταινία ένα βήμα παρά πέρα. Είναι η πρώτη ταινία οπού θα δεις το σεξ όπως είναι, χωρίς να κρύβουν πράγματα και να το αποστειρώνουν με σκοπό να ταιριάζει στα κινηματογραφικά standards, αλλά και χωρίς να το υπερτονίζουν και να παραμορφώνουν σε σημείο που να μοιάζει με ταινία πορνό. Το Love είναι ο κυριολεκτικός ορισμός της «αισθησιακής ταινίας».

Αφού περάσουν οι πρώτες αργές σκηνές, η ταινία σε βομβαρδίζει με το συναίσθημα που καταφέρνει να αναπαράγει, σου παρουσιάζει τις χίλιες ζυμώσεις από τις οποίες μπορεί να περάσει ένα ερωτευμένο ζευγάρι, τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι συμβιβάζονται, δέχονται και προσπερνούν αυτά που τους σκοτώνουν σε μια σχέση προκειμένου να κρατήσουν ένα αγαπημένο πρόσωπο δίπλα τους και πολλά, πολλά άλλα δείγματα της ανθρώπινης φύσης μας.

Θεωρώ πως αξίζει τουλάχιστον μια θέαση απ’ όλους, αυτή η ταινία, κι ας μην τους νοιάζει η πλοκή ή αυτά που θέλει να μοιραστεί ο σκηνοθέτης. Αξίζει μόνο για την ξεχωριστή αισθητική της και την τέχνη που έχει βάλει ο Gaspar στην σκηνοθεσία της.