Το Ανθρωπιστικό Μανιφέστο
Ο επαναστατημένος άνθρωπος του Καμύ
Φωνάζω ότι δεν πιστεύω σε τίποτα και ότι όλα είναι παράλογα, μα δεν μπορώ να αμφιβάλλω για την κραυγή μου, και πρέπει να πιστέψω τουλάχιστον στη διαμαρτυρία μου. Η πρώτη ολοφάνερη και μοναδική αλήθεια που μου δίνεται έτσι, εντός της παράλογης εμπειρίας, είναι η εξέγερση.
Στην ελληνική μυθολογία παρουσιάζεται ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος σε έναν βράχο, στα πέρατα της γης, με καμία προοπτική για συγχώρεση, την οποία ούτως η άλλως αρνείται μέχρι και ο ίδιος. Πέρα από τα αμέτρητα κλασικά επαναστατικά στοιχεία του κειμένου, οι αρχαίοι Έλληνες, διαμόρφωσαν ένα ιδιαίτερο πρότυπο εξέγερσης. Στον Προμηθέα Πυρφόρο, ο Προμηθέας συγχωρείται χωρίς να ορθώνεται ενάντια σε όλη την Δημιουργία, σε όλους τους θεούς του Ολύμπου δηλαδή, αλλά μόνο στον Δία, ο οποίος άλλωστε προκάλεσε και το μαρτύριό του. Η εξέγερση του Προμηθέα δεν αρνείται όλη την πραγματικότητα, αλλά μόνο ένα μέρος της. Άλλωστε, σκοπός του ήταν εξαρχής να δωρίσει στους ανθρώπους την φωτιά και να τους μάθει να την χειρίζονται, καθώς είχε συνειδητοποιήσει την αδυναμία τους απέναντι στην φύση. Το κίνητρό της εξέγερσής του έφθανε μέχρι εκεί, δεν υπηρετούσε συμφέροντα και πάθη. Αντίθετα ο Κάιν, όπως αναφέρεται στο βιβλίο της Γένεσης, σκότωσε τον αδελφό του, Άβελ με κίνητρο τον φθόνο και την μνησικακία. Επαναστάτησε επίσης ενάντια στον Δημιουργό , αλλά η διαφορά του με τον Προμηθέα βρίσκεται στο κίνητρο. Ο Κάιν, αρνήθηκε τα πάντα, εναντιώθηκε σε ολόκληρη την Δημιουργία, είπε μόνο όχι, ενώ ο Προμηθέας μαζί με το όχι, έθεσε και το ναι. Ναι στην πραγματικότητα, ναι στην αξία της ανθρώπινης ζωής, αλλά όχι στην τυραννία και την υποδούλωση.

Ο Αλμπέρ Καμύ, γράφει τον «επαναστατημένο άνθρωπο» σε μία εποχή που κυβερνούν και επαναστατούν οι Γιοι του Κάιν και όχι του Προμηθέα. Για αυτό και αναζητεί το πραγματικό νόημα της εξέγερσης, η οποία συνδέεται άρρηκτα με την ανθρώπινη ύπαρξη. Γιατί δυστυχώς, υπήρξαν οι γιοί του Κάιν, οι οποίοι ποτέ δεν έφτασαν στο δίλλημα, ποτέ δεν βασανίστηκαν, ποτέ δεν αναρωτήθηκαν αν πρέπει τελικά να σκοτώσουν, αν πρέπει να κυριαρχήσουν στο όνομα κάποιας ανώτερης αξίας. Η βεβαιότητά τους έγινε το βασανιστήριο του λαού. Με τον εαυτό τους μέσα στην εξαίρεση και όχι στον κανόνα του εγκλήματος.
Πότε μπορούμε τελικά να φθάσουμε πιο κοντά στην πραγματική εξέγερση, η οποία μετατρέπει τον ατομική σε συλλογική ανησυχία και δίνει νόημα στην ίδια μας την ζωή; Όταν αποδεχτούμε την αντίφαση. Αυτοί που δεν απαίτησαν, για μία μέρα τουλάχιστον, την απόλυτη παρθενιά των υπάρξεων και του κόσμου, τρέμοντας από νοσταλγία και ανικανότητα γιατί αυτό ήταν αδύνατο, αυτοί που νιώθοντας ασταμάτητα τη νοσταλγία του απόλυτου δεν καταστράφηκαν προσπαθώντας να αγαπήσουν χωρίς πάθος, δεν μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα της εξέγερσης και την καταστροφική της μανία. Με λίγα λόγια, αυτοί που στο όνομα μίας αφηρημένης αξίας, της οποίας την βέβαιη ύπαρξη δεν είναι καν σε θέση να γνωρίζουν, δηλώνουν σίγουροι, δεν προβληματίζονται, δεν αναρωτιούνται και χρησιμοποιούν όποιας λογής μέσο για να επιτύχουν τον σκοπό τους, είτε αυτό το μέσο ονομάζεται θάλαμος αερίων είτε βόμβα, είτε ψέμα και δολιότητα, αυτοί δεν είναι επαναστάτες, αλλά επαναστατημένοι. Έχουν χάσει το ίδιο το νόημα της ύπαρξής τους. Αυτός όμως, που αναρωτιέται τελικά αν είναι σωστός ή λάθος, αυτός που επιλέγει την απελπισία έναντι της φαινομενικής ευτυχίας, αυτός τελικά δεν έχει άλλο κίνητρο πέρα από την επιβεβαίωση και διαιώνιση της ανθρώπινης φύσης και αρετής.
Που ακριβώς όμως βρίσκεται αυτή η εξέγερση; Από την μία έχουμε την απόρριψη οποιασδήποτε αξίας, την πλήρη αποδοχή της πραγματικότητας, την αποδοχή της ύπαρξης αφέντη και σκλάβου, αυτό που ονομάζουμε με μία λέξη απόλυτη κατάφαση. Από την άλλη έχουμε την άρνηση των πάντων, ακόμη και της ίδιας της πραγματικότητας, με αποτέλεσμα να μην μένει πια τίποτα να δεχτούμε, ούτε καν την αξία της ανθρώπινης ζωής. Μιλάμε για μηδενισμό και στις δύο περιπτώσεις, την απόρριψη δηλαδή οποιασδήποτε ανώτερης αξίας. Άλλες επαναστάσεις στράφηκαν προς τον έναν, άλλες προς τον άλλο πόλο. Μα η εξέγερση βρίσκεται στην μέση. Είναι αυτή που αρνείται μεν, αυτή που φωνάζει πως δεν πιστεύει σε τίποτα και πως όλα είναι παράλογα, αλλά δέχεται δε την ίδια την φωνή της, δέχεται την ίδια την αλήθεια της εξέγερσής της. Όπως οι Ρώσοι επαναστάτες του 1905, οι οποίοι δέχτηκαν τον θάνατό τους ως ένδειξη διαμαρτυρίας σε έναν κόσμο δακρύων και αίματος. Ο εξεγερμένος θα διαμαρτυρηθεί, χωρίς να απορρίψει τις ηθικές του αξίες, χωρίς να υποβαθμίσει την αξία της ανθρώπινης ύπαρξης, με όραμα συνάμα, όχι να σώσει μελλοντικά την ανθρωπότητα, αλλά να εξεγερθεί τώρα, στο παρόν, αναγνωρίζοντας τα όριά του, σε ετοιμότητα να δεχθεί την αντίφαση, σε ετοιμότητα να δεχτεί πως με το να σκοτώσει κάποιον, σκοτώνει ταυτόχρονα-κυριολεκτικά και μεταφορικά- τον ίδιο του τον εαυτό.
Μέσα στο φως, ο κόσμος παραμένει η πρώτη και η τελευταία μας αγάπη. Τ’ αδέλφια μας αναπνέουν κάτω από τον ίδιο ουρανό μ’ εμάς, η δικαιοσύνη είναι ζωντανή. Τότε γεννιέται η παράξενη χαρά που βοηθά να ζούμε και να πεθαίνουμε και που για κανέναν λόγο δεν θ’ αναβάλουμε πλέον για αργότερα.
Ο εξεγερμένος τελικά, ποτέ δεν θα φοβηθεί να κοιτάξει τον ήλιο κατάματα. Και ας τυφλωθεί.
Τσώνη Ρωξάνη